Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άρμεγμα το [ármeγma] Ο49 : 1.η ενέργεια του αρμέγω: ~ με το χέρι / με ειδική μηχανή. Tο ~ της κατσίκας / της προβατίνας / της αγελάδας. 2. (μτφ.) ανήθικη, παράνομη οικονομική εκμετάλλευση.
[αρμεκ- (αρμέγω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]