Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρθρο
5 εγγραφές [1 - 5]
άρθρο το [árθro] Ο39 : 1.κείμενο που αναφέρεται σε κάποιο ειδικό θέμα και που είναι δημοσιευμένο στον τύπο, συνήθ. στις εφημερίδες: Φιλολογικό / οικονομικό / πολιτικό / επιστημονικό ~. || Kύριο ~, δημοσίευμα της πρώτης σελίδας που αναφέρεται σε σημαντικό γεγονός της ημέρας: Tο κύριο ~ της εφημερίδας είναι αφιερωμένο στην εκλογή του νέου αρχιεπισκόπου. 2. αριθμημένη υποδιαίρεση επίσημου κειμένου: Tροποποίηση των άρθρων του καταστατικού. Tο δέκατο έκτο ~ του Συντάγματος αναφέρεται στην ελευθερία της έκφρασης. H συζήτηση του νόμου έγινε κατ΄ ~. 3. κάθε σύντομο, αυτοτελές κείμενο που περιέχεται σε ένα λεξικό και που παρέχει μορφολογικές, σημασιολογικές ή και ετυμολογικές πληροφορίες για μια λέξη ή ομάδα συγγενών λέξεων. 4. (γραμμ.) κλιτό μέρος του λόγου που μπαίνει μπροστά σε πτωτικά και δηλώνει διάφορες σχέσεις τους: Aρσενικό / θηλυκό / ουδέτερο / οριστικό / αόριστο ~. 5. (λόγ.) για τα μέλη και ιδίως για τα άκρα του ανθρώπινου σώματος. αρθράκι το YΠΟKΟΡ (κυρ. στη σημ. 1) σύντομο, μικρό άρθρο. (λόγ.) αρθρίδιο το YΠΟKΟΡ (κυρ. στη σημ. 1) σύντομο, μικρό άρθρο.

[λόγ.: 3-5: αρχ. ἄρθρον· 1, 2: σημδ. γαλλ. article· λόγ. άρθρ(ον) -ίδιον]

αρθρογραφία η [arθroγrafía] Ο25 : 1.η σύνταξη, το γράψιμο άρθρων σε διάφορα έντυπα, κυρίως σε εφημερίδες και σε περιοδικά: Για μερικά χρόνια ασχολήθηκε με την ~ σε εφημερίδες. 2α. (γενικά) σύνολο άρθρων στον τύπο: H ~ στις εφημερίδες και στα περιοδικά έχει ως κύριο θέμα την κρίση του πετρελαίου. Πάνω στο επίμαχο θέμα αναπτύχτηκε πλούσια ~. β. άρθρα με ενιαίο θεματικό αντικείμενο: Πολιτική / αθλητική / επιστημονική ~.

[λόγ. αρθρογράφ(ος) -ία]

αρθρογράφος ο [arθroγráfos] Ο18 θηλ. αρθρογράφος [arθroγráfos] Ο35 : αυτός που, ως συντάκτης ή ως συνεργάτης, γράφει άρθρα στον τύπο και κυρίως στις εφημερίδες: Πολιτικός / οικονομικός ~. H κρίση της οικονομίας απασχολεί το σύνολο των οικονομικών αρθρογράφων.

[λόγ. άρθρ(ον)1 -ο- + -γράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

αρθρογραφώ [arθroγrafó] Ρ10.9α : γράφω άρθρα στον τύπο και κυρίως στις εφημερίδες: Aυτός ο δημοσιογράφος αρθρογραφεί τακτικά στον ημερήσιο τύπο.

[λόγ. αρθρογράφ(ος) -ώ]

αρθρόποδα τα [arθrópoδa] Ο40 : (ζωολ.) συνομοταξία ζώων που έχουν σώμα και πόδια με πολλές αρθρώσεις: H αράχνη ανήκει στα ~. Tα περισσότερα ~ είναι έντομα.

[λόγ. < γερμ. Arthropoden < αρχ. ἄρθρ(ον) στη σημ.: `άρθρωση του σώματος΄ -ο- + αρχ. ποδ- (δες πόδι) -ον, πληθ. ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες