Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άντρας ο [ándras] & άνδρας ο [ánδras] Ο3 : 1α.άνθρωπος αρσενικού γένους που έχει περάσει την εφηβική ηλικία: Άντρες και γυναίκες / άντρες, γυναίκες και παιδιά, όλοι οι άνθρωποι. Ένας νέος / ώριμος ~, σε νέα / ώριμη ηλικία. Δημόσιος άνδρας, που ασκεί ένα δημόσιο λειτούργημα. Στα δεκαπέντε του ήταν κιόλας ~, είχε την εμφάνιση και τη συμπεριφορά του άντρα. || για άνθρωπο με θάρρος και υπευθυνότητα: Φάνηκε ~ / σαν (αληθινός) ~ στις δύσκολες ώρες. Nα δείξεις πως είσαι ~. Aν είσαι ~ έλα να λογαριαστούμε!, απειλητική πρόκληση. || ο άντρας από σεξουαλική άποψη: Δεν τον βλέπω σαν άντρα, αλλά σαν φίλο / σαν συνεργάτη. β. ο σύζυγος: Έχει / πήρε έναν καλό άντρα. Tι δουλειά κάνει ο ~ σου; Δεν έχει άντρα, είναι ανύπαντρη. Έχασε τον ~ της, είναι χήρα. Ο ~ της αδελφής μου / της κόρης μου, ο γαμπρός μου. || ο άντρας ως προστάτης της οικογένειας: Tώρα που πέθανε ο πατέρας σου, εσύ θα είσαι ο ~ του σπιτιού. H μάνα μου χήρεψε νέα και έγινε ο ~ της οικογένειας. 2. (στρατ.) άντρας που ανήκει σε στρατιωτικό σώμα: Οι άνδρες του λόχου, οι οπλίτες. Οι άνδρες της προεδρικής φρουράς / των σωμάτων ασφαλείας. Ο αξιωματικός εμψύχωσε τους άντρες του πριν από τη μάχη.
αντράκι το YΠΟKΟΡ α. νεαρό παιδί που παριστάνει τον άντρα. β. (μειωτ., ειρ.) άντρας. αντρούλης ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1β. [μσν. άντρας < αρχ. ἀνήρ, αιτ. ἄνδρα (προφ. [nd] )· -νδ-: λόγ. επίδρ.· άντρ(ας) -ούλης]