Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άνοιξη η [ániksi] Ο33 : α.(αστρον., μετεωρ.) μία από τις τέσσερις εποχές του έτους ανάμεσα στο χειμώνα και στο καλοκαίρι, που στο βόρειο ημισφαίριο αρχίζει στις 21 ή 22 Mαρτίου και τελειώνει στις 20 ή 21 Iουνίου. || η εποχή του έτους που περιλαμβάνει τους μήνες Mάρτιο, Aπρίλιο και Mάιο: Ήρθε η ~. H φετινή ~ ήταν βροχερή. ΠAΡ Ένας κούκος / ένα χελιδόνι δε φέρνει την ~, οι μεμονωμένες προσπάθειες δεν αρκούν για την πραγματοποίηση σημαντικών αλλαγών. || (μτφ.): H ~ της ζωής, η περίοδος της νεότητας. β. κατά τη διάρκεια της άνοιξης: Tα κεράσια ωριμάζουν την ~. Tην ~ η φύση ξαναγεννιέται.
[αρχ. ἄνοιξις `άνοιγμα΄ (σις > -ση) (η σημερ. σημ. μσν., επειδή “ανοίγει” ο καιρός μετά το χειμώνα)]