Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άμεμπτος -η -ο [ámemptos] Ε5 : που είναι τελείως σωστός, έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να τον κατηγορήσει. ANT μεμπτός: Ένας ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Άμεμπτη εμφάνιση / συμπεριφορά / διαγωγή.
άμεμπτα ΕΠIΡΡ: Οι εξετάσεις / όλα έγιναν ~. [λόγ. < αρχ. ἄμεμπτος]