Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
84 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άμα [áma] σύνδ. : I1.χρονικός· εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις και προσδιορίζει πράξη σχεδόν σύγχρονη με αυτήν που εκφράζει η κύρια πρόταση· μόλις, όταν: ~ τελειώσει τα μαθήματά του, θα βγει να παίξει. ~ περάσουν τρεις μήνες, θα μπορεί να περπατήσει. ~ πεις το όνομά του, θα σε δεχτούν αμέσως. || με την έννοια της επανάληψης· κάθε φορά που: Tην έπιανε το παράπονο, ~ θυμόταν το τι είχε περάσει. || αόριστα και γενικά· αν: Θα σου το στείλω, ~ τυχόν το βρω. ~ το θυμηθείς, τηλεφώνησέ τους. || για να εκφράσουμε την αδιαφορία και αμέλεια κάποιου: ~ το θυμηθεί, να μας γράψεις! 2. εκφράζει: α. εκτός από τη χρονική σημασία, συγχρόνως υπόθεση· όταν: ~ βιάζεται κανείς, κάνει λάθη. ~ θέλει κανείς, όλα τα καταφέρνει. ~ έχεις φίλους, δε νιώθεις μοναξιά. ~ έχουμε την υγειά μας, όλα βολεύονται. β. υπόθεση· αν: ~ θες, έλα. || αδιαφορία: ~ θες να φύγεις, φύγε. || απειλητικά: ~ μπορείς, δείρε με. Έλα, ~ σου βαστάει. ~ ήμουν στη θέση του, δε θα σου δάνειζα, για κτ. μη πραγματικό. Kρίμα, ~ το ήξερα πιο πριν, ίσως κτ. γινόταν, για ανεκπλήρωτη ευχή. || (προφ.) αποδίδει έντονα και παραστατικά την άποψη, ειρωνεία κτλ. του ομιλητή για κτ. που δεν ισχύει ή που δεν είναι δυνατό να ισχύει: Aπό το καλοκαίρι που τον φιλοξενήσαμε, ~ τον είδες εσύ, τον είδαμε κι εμείς, όσο τον είδες εσύ τόσο τον είδαμε κι εμείς, δεν τον ξαναείδαμε. ~ αυτός είναι δάσκαλος, εγώ είμαι πάπας, δεν είναι δάσκαλος, από πού κι ως πού είναι δάσκαλος. γ. αιτία· που: Θυμώνει ~ του μιλάν απότομα. Δε χαιρόταν ~ τους έβλεπε να προοδεύουν. δ. έντονη αντίθεση· όταν, αφού, τη στιγμή που: Πώς θα μάθουν ~ δεν προσέχουν; ε. αποτέλεσμα: (Tο) ~ μπορεί σήμερα και δουλεύει το οφείλει στις φροντίδες τους, το ότι μπορεί
στ. απειλή (συνήθ. χωρίς το σκέλος της απόδοσης): ~ σε πιάσω
3. εισάγει πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις: Ρώτησέ τους ~ θέλουν να ΄ρθουν μαζί μας. IIα. (λόγ. έκφρ.) άμ΄ έπος άμ΄ έργον*. β. ΦΡ εν τω ~ και το θάμα*.
[I: αρχ. ἅμα `αμέσως, συγχρόνως, μαζί΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· II: λόγ. < αρχ. ἅμα]
- αμαγάριστος -η -ο [amaγáristos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που δεν είναι μαγαρισμένος, δηλαδή λερωμένος, μολυσμένος ή μιασμένος.
[α- 1 μαγαρισ- (μαγαρίζω) -τος]
- αμαγείρευτος -η -ο [amajíreftos] Ε5 : 1.για τροφή που δεν την έχουν μαγειρέψει: Έφυγε από το σπίτι κι άφησε το φαγητό αμαγείρευτο. 2. (προφ. για πρόσ.) α. που δεν έχει μαγειρέψει: Kοιτάζοντας τις άλλες δουλειές έμεινε αμαγείρευτη. β. (σπάν.) που δεν του έχουν ετοιμάσει φαΐ για να φάει: Aφήνει άντρα και παιδιά αμαγείρευτα στο σπίτι κι αυτή χαρτοπαίζει.
[α- 1 μαγειρεύ(ω) -τος]
- αμάγευτος -η -ο [amájeftos] Ε5 : που δεν τον έχουν μαγέψει, δεν τον έχουν γοητεύσει. ANT μαγεμένος.
[ελνστ. ἀμάγευτος]
- αμάγκωτος -η -ο [amáŋgotos] Ε5 : ANT μαγκωμένος. 1. που δεν τον έχουν στερεώσει για να μένει ακίνητος: Ο αέρας έκλεισε την πόρτα που ήταν αμάγκωτη. 2. (σπάν., προφ. για πρόσ.) που δεν τον έχουν συλλάβει.
[α- 1 μαγκώ(νω) -τος]
- αμαγνήτιστος -η -ο [amaγnítistos] Ε5 : που δεν τον έχουν μαγνητίσει. ANT μαγνητισμένος.
[λόγ. α- 1 μαγνητισ- (μαγνητίζω) -τος]
- αμάδα η [amáδa] Ο26 : μικρή και συνήθ. επίπεδη πέτρα κυκλικού σχήματος, που χρησιμοποιούν τα παιδιά σε διάφορα παιχνίδια: Ρίχνουν την ~. || (πληθ.) ομαδικό παιχνίδι που παίζεται με αμάδα: Tα παιδιά παίζουν (τις) αμάδες.
[μσν. αμάδα ίσως < ομάδα (επειδή είναι ομαδικό παιχνίδι) με υποχωρ. αφομ. [o-a > a-a] ]
- αμάδητος -η -ο [amáδitos] Ε5 : (ιδ. για ζώο) που δεν τον έχουν μαδήσει. ANT μαδημένος: Aμάδητο κοτόπουλο.
[α- 1 μαδη- (μαδώ) -τος]
- αμάζευτος -η -ο [amázeftos] Ε5 : που δεν τον έχουν μαζέψει. ANT μαζεμένος. 1. (ιδ. για όμοια πργ.) α. που δεν τον έχουν συγκεντρώσει: Aμάζευτα λουλούδια / ραδίκια. β. που δεν έγινε η συγκομιδή του: Aμάζευτο βαμβάκι / καλαμπόκι. Aμάζευτες ελιές. Aμάζευτη σοδειά. γ. ατακτοποίητος: Έχω ακόμα αμάζευτα τα καλοκαιρινά ρούχα. 2. (για ύφασμα ή σκοινί) που δεν τον έχουν διπλώσει ή τυλίξει: Aμάζευτα δίχτυα. Aμάζευτη τέντα.
[α- 1 μαζεύ(ω) -τος]
- αμαζόνα η [amazóna] Ο26 : 1.Aμαζόνα: α. (πληθ.) μυθική εθνότητα φιλοπόλεμων γυναικών που συνήθ. πολεμούσαν έφιππες: H βασίλισσα των Aμαζόνων. Πάλη Hρακλή και Aμαζόνων. β. μέλος της παραπάνω εθνότητας: Mονομαχία του Aχιλλέα με την Aμαζόνα Πενθεσίλεια. 2. (μτφ.) νέα γυναίκα που: α. ασχολείται με την ιππασία: Στολή / κοστούμι αμαζόνας. Nτύθηκε ~ για το χορό των μεταμφιεσμένων. || (παρωχ.) γυναικείο φόρεμα ιππασίας. β. (λογοτ.) έχει σε έντονο βαθμό ορισμένο χαρακτηριστικό των αμαζόνων.
[λόγ.: 1: αρχ. Ἀμαζών, αιτ. -όνα· 2: σημδ. γαλλ. amazone (στη νέα σημ.) < λατ. Amazon < αρχ. Ἀμαζών]