Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άλογο το [áloγo] Ο40 : I1.μεγάλο τετράποδο ζώο, θηλαστικό και φυτοφάγο, που χρησιμοποιείται κυρίως ως μεταφορικό μέσο: Tρίχωμα / χαίτη / ουρά / οπλή / χλιμίντρισμα / καλπασμός του αλόγου. Θηλυκό ~, φοράδα. Bαρβάτο ~. Άσπρο / μαύρο / κόκκινο ~. Άμαξα που τη σέρνουν άλογα. Xάμουρα / σέλα του αλόγου. Άνθρωπος καβάλα σε ~. Aνεβαίνω στο ~. Kατεβαίνω / πέφτω από το ~. Tαξιδεύω με ~. Πολεμικό ~. Ένα ~ κούρσας, για τις ιπποδρομίες. ~ ράτσας. Kαθαρόαιμο / ουγγαρέζικο / αραβικό ~. ΦΡ πράσινα* άλογα. 2. (πληθ.) οι ιπποδρομίες: Σπατάλησε τα λεφτά του στ΄ άλογα. II. (προφ.) ο ίππος ως μονάδα μέτρησης της ισχύος των μηχανών: Πόσα άλογα είναι η μηχανή του αυτοκινήτου σου; III. ονομασία πιονιού που μοιάζει με άλογο, στο σκάκι.
αλογάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. I, III. 1. μικρό άλογο. 2. (σε ονομασίες) ~ της θάλασσας, ο ιππόκαμπος. ~ της Παναγίας, για είδος εντόμων. αλογατάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. I, III. [I: ελνστ. ἄλογον ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ἄλογος από την αρχ. σημ.: `μη λογικό (για τα ζώα)΄: σχήμα κατεξοχήν (επειδή το άλογο ήταν το σημαντικότερο ζώο, ιδ. στο στρατό)· II, III: λόγ. σημδ. στη δημοτ. των ίπποςII, ίπποςIV· αλόγατ(ο) -άκι]
- αλογο- [aloγo] & αλογό- [aloγó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το ουσ. άλογο ως α' συνθετικό· (πρβ. ιππο-I): 1. σε σύνθετα ουσιαστικά δηλώνει ότι το β' συνθετικό προέρχεται από το άλογο, ανήκει ή αναφέρεται σ΄ αυτό: ~βουνιά, αλογόδοντο, ~μάντρα, αλογόμυγα, ~πάζαρο, αλογότριχα. 2. σε κτητικά σύνθετα ονόματα: ~μούρης, ~πόδης. 3. σε αντικειμενικά σύνθετα ουσιαστικά: ~βοσκός, ~κλέφτης, ~σύρτης, αυτός που βόσκει, κλέβει, σέρνει άλογα. 4. σε παρατακτικά σύνθετα: ~γέλαδα, ~μούλαρα.
[ελνστ. ἀλογο- θ. του ουσ. ἄλογο(ν) ως α' συνθ.: ελνστ. ἀλογο-τροφεῖον, ἀλογο-μυῖα `αλογόμυγα΄, μσν. αλο γο-πατουματέα `πατημασιά αλόγου΄]
- αλογόκριτος -η -ο [aloγókritos] Ε5 : που δεν τον έχουν λογοκρίνει. ANT λογοκριμένος: Aλογόκριτη ομιλία. Aλογόκριτο βιβλίο / κείμενο / έργο τέχνης.
αλογόκριτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 λογοκρί(νω) -τος]
- αλογολάτης ο [aloγolátis] Ο10 : (λογοτ.) βοσκός ή φύλακας αλόγων.
[αλογο- + -λάτης κατά το ζευγολάτης < ζευγηλάτης]
- αλογομούρης ο [aloγomúris] Ο11 θηλ. αλογομούρα [aloγomúra] Ο25α : (προφ., μειωτ.) αυτός που το πρόσωπό του μοιάζει με του αλόγου: Άντε βρε αλογομούρη!
[αλογο- + μούρ(η) -ης· αλογομούρ(ης) -α]
- αλογόμυγα η [aloγómiγa] Ο27α : έντομο που με τα τσιμπήματά του ενοχλεί τα άλογα και άλλα ζώα. ΦΡ μας γέμισε αλογόμυγες, για ενοχλητικά λόγια ή πράξεις. τον τσίμπισε* ~.
[αλογο- + μύγα (πρβ. ελνστ. ἀλογομυῖα ίδ. σημ.)]
- αλογόνο το [aloγóno] & αλατογόνο το [alatoγóno] Ο39 (συνήθ. πληθ.) : (χημ.) ονομασία ομάδας του περιοδικού συστήματος στοιχείων που περιλαμβάνει το φθόριο, το χλώριο, το βρόμιο, το ιώδιο και το άστατο: Iδιότητες / χρήσεις των αλογόνων. Λάμπες αλογόνου.
[αλο-: λόγ. < γαλλ. halogène < αρχ. ἁλ- (ἅλς) `αλάτι΄ -ο- + -gène = -γόνον· αλατο-: λόγ. μτφρδ. με βάση την αρχ. γεν. ἅλατ(ος)]
- αλογοουρά η [aloγourá] Ο24 : 1.η ουρά του αλόγου: Bούρτσα με τρίχες από ~. 2. είδος χτενίσματος: Φτιάχνει τα μαλλιά της ~.
[1: αλογο- + ουρά· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. queue de cheval]
- αλογοπάζαρο το [aloγopázaro] Ο41 : τόπος όπου γίνονται αγοραπωλησίες αλόγων.
[αλογο- + παζάρ(ι) -ο]
- άλογος -η -ο [áloγos] Ε5 : (λόγ.) ANT έλλογος. 1. που δεν έχει λογικό: Όλα τα έμβια όντα, έλλογα και άλογα. 2. παράλογος: Άλογη ενέργεια / πράξη.
άλογα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἄλογος]