Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άηχος
1 εγγραφή
άηχος -η -ο [áixos] Ε5 : α.που δεν έχει ήχο: Άηχο και βουβό κυλούσε το ποτάμι. β. (γλωσσ.) άηχοι φθόγγοι ή άηχα σύμφωνα, που προφέρονται με χαλαρωμένες τις χορδές του λάρυγγα. ANT ηχηρός: Άηχα σύμφωνα της ελληνικής.

[λόγ.: α: ελνστ. ἄηχος· β: σημδ. γαλλ. sourdes (πληθ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες