Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άηχος -η -ο [áixos] Ε5 : α.που δεν έχει ήχο: Άηχο και βουβό κυλούσε το ποτάμι. β. (γλωσσ.) άηχοι φθόγγοι ή άηχα σύμφωνα, που προφέρονται με χαλαρωμένες τις χορδές του λάρυγγα. ANT ηχηρός: Άηχα σύμφωνα της ελληνικής.
[λόγ.: α: ελνστ. ἄηχος· β: σημδ. γαλλ. sourdes (πληθ.)]