Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άδικος -η -ο [áδikos] Ε5 : 1α.για κπ. ο οποίος παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες: ~ άνθρωπος / δικαστής / άρχοντας. Στάθηκε ~ στο μοίρασμα της περιουσίας. Mην είσαι ~ μαζί μου! β. (ως ουσ.) ο άδικος: Ο Θεός δίνει τα αγαθά του σε δικαίους και αδίκους. 2α. που είναι αντίθετος με τους ηθικούς νόμους: ~ λόγος. Άδικη επίθεση / υποψία / μεταχείριση. ΦΡ γυρίζει σαν την άδικη κατάρα*. || που αποκτήθηκε με αδικίες: ~ πλούτος. Άδικο χρήμα / κέρδος. β. που αποδεικνύεται μάταιος, ανώφελος: Άδικη σπατάλη. Άδικες προσπάθειες. (έκφρ.) ~ κόπος, για ματαιοπονία.
άδικα & (λόγ.) αδίκως στη σημ. 2 ΕΠIΡΡ 1. αντίθετα με το δίκαιο: Kατηγορήθηκε / βασανίστηκε / τιμωρήθηκε / φυλακίστηκε ~. 2. μάταια, χωρίς αποτέλεσμα: Ξοδεύει ~ τα χρήματά του. ~ περίμενα τόσες ώρες. Aδίκως κουράζεσαι / χάνεις τον καιρό σου / με μαλώνεις. (έκφρ.) ~ των αδίκων, εντελώς άδικα. [1: αρχ. ἄδικος· 2: μσν. σημ.· λόγ. < αρχ. ἀδίκως]
- αδικοσκοτωμένος -η -ο [aδikoskotoménos] Ε3 : που έχει σκοτωθεί άδι κα: ~ από μια αδέσποτη σφαίρα των τρομοκρατών.
[αδικο- + σκοτωμένος μππ. του σκοτώνω]