Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- άδενδρος -η -ο [áδenδros] & άδεντρος -η -ο [áδendros] Ε5 : για έκταση που δεν έχει δέντρα, που είναι γυμνή από δέντρα: ~ και άξενος τόπος. Οι πλαγιές του βουνού ήταν άδεντρες.
[-ντρ-: ελνστ. ἄδενδρος (προφ. [nd], δες Δ)· -νδρ-: λόγ. επίδρ.]