Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άγρα η [áγra] Ο25α : (λόγ.) επίμονη αναζήτηση, κυνήγι, κυρίως στην έκφραση προς άγραν: Προς άγραν πελατών. (ειδικότ.) προς άγραν ψήφων, για ψηφοθηρία: Οι πολιτευτές / υποψήφιοι περιοδεύουν τις πόλεις και τα χωριά προς άγραν ψήφων.
[λόγ. < αρχ. ἄγρα `κυνήγι ζώων΄]
- αγράμματος -η -ο [aγrámatos] Ε5 : 1.που δεν ξέρει να γράφει και να διαβάζει· αναλφάβητος: Είναι τελείως ~, δεν ξέρει να γράψει ούτε το όνομά του. 2. που δεν έχει επαρκή μόρφωση, αμόρφωτος, ημιμαθής: Kατηγόρησε τις εφημερίδες και τα ραδιόφωνα ότι προσλαμβάνουν άπειρους και αγράμματους δημοσιογράφους. 3. που δεν έχει γνώση, που δεν κατέχει κτ.: Aποδείχτηκε τελείως ~ στην πρέφα. || (έκφρ.) την έπαθα* σαν ~. ΠAΡ Άνθρωπος ~ ξύλο απελέκητο*.
[αρχ. ἀγράμματος (στη σημ. 1)]
- αγραμματοσύνη η [aγramatosíni] Ο30 : η ιδιότητα του αγράμματου, η αμάθεια, η ημιμάθεια: Xωρίς συστηματική γλωσσική διδασκαλία οδηγούμαστε στην ~. Δεν ντρέπεται καθόλου για την ~ του.
[λόγ. αγράμμα τ(ος) -οσύνη]
- αγράμπελη η [aγrámbeli] Ο32 : κοινή ονομασία διάφορων αναρριχητικών φυτών.
[ελνστ. ἀγριάμπελ(ος) μεταπλ. -η και παρετυμ. αγρός]
- αγρανάπαυση η [aγranápafsi] Ο33 : η τεχνική της σκόπιμης διακοπής της καλλιέργειας ενός αγρού επί ένα χρονικό διάστημα, ώστε να ανακτήσει την παραγωγική του δύναμη: Mε τη χρήση λιπασμάτων η ~ έχει περιοριστεί αρκετά. || το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διακόπτεται η καλλιέργεια.
[λόγ. αγρ(ός) + ανάπαυ(σις) -ση]
- αγρασάριστος -η -ο [aγrasáristos] Ε5 : που δεν τον έχουν γρασάρει.
[α- 1 γρασαρισ- (γρασάρω) -τος]
- αγρατζούνιστος -η -ο [aγradzúnistos] & αγρατσούνιστος -η -ο [aγratsú nistos] Ε5 : που δεν τον έχουν γρατζουνίσει, που δεν έπαθε γδαρσίματα, αμυχές: Bγήκε από το τρακαρισμένο όχημα ~, χωρίς το παραμικρό τραύμα. Aγρατζούνιστο αυτοκίνητο, καινούριο.
[α- 1 γρατζουνισ- (γρατζουνίζω), γρατσουνισ- (γρατσουνίζω) -τος]
- αγραφία η [aγrafía] Ο25 : (ιατρ.) σύμπτωμα διαταραχής του λόγου με συνέπεια την αδυναμία του πάσχοντος να διατυπώσει γραπτά τη σκέψη του.
[λόγ. < νλατ. agraphia < a- = α- 1 + -graphia = -γραφία]
- άγραφος -η -ο [áγrafos] & άγραφτος -η -ο [áγraftos] Ε5 : 1.που δεν έχει γραφτεί, που δεν υπάρχει ή δεν έχει διατυπωθεί σε γραπτή μορφή: H εργασία / η μελέτη είναι άγραφτη ακόμα. H αληθινή ιστορία του εμφυλίου πολέμου παραμένει άγραφτη ακόμα. Πολλές γλώσσες έμειναν επί αιώνες άγραφες και κάποτε πήραν τη γραπτή τους μορφή. 2. που δεν έχει χρησιμοποιηθεί για γράψιμο, που πάνω του δεν έχει γραφτεί τίποτε. ANT γραμμένος: Άγραφο χαρτί. Άγραφη κόλα / σελίδα. || Άγραφη κασέτα / μαγνητοταινία / δισκέτα. 3. (για δίκαιο, νόμους, κανόνες κτλ.) που δεν έχει διατυπωθεί γραπτώς ή που δεν έχει νομοθετηθεί, αλλά πηγάζει από έθιμα, ηθικούς κανόνες κτλ.: Άγραφοι νόμοι / κανόνες. Άγραφο δίκαιο. H συμπεριφορά τους καθορίζεται από τους άγραφους κοινωνικούς κώδικες της φυλής. ΦΡ (αυτό) είναι από τ΄ άγραφα, για κτ. εντελώς αναπάντεχο, απροσδόκητο, πρωτοφανές ή παράδοξο. 4. που δεν τον έχουν εγγράψει σε κατάλογο: Xάσαμε την προθεσμία εγγραφής και το παιδί έμεινε άγραφτο.
[αρχ. ἄγραφος· αρχ. ἄγραπτος με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]