Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άβακας ο [ávakas] Ο5 : I1.κατάλληλα διαμορφωμένη επίπεδη επιφάνεια που χρησιμοποιείται σε επιτραπέζια παιχνίδια, π.χ. σκάκι, τάβλι. 2. (αρχιτ., αρχαιολ.) η πλάκα που αποτελεί το επάνω μέρος του κιονοκράνου. II1. (παρωχ.) αριθμητήριο. 2. (παρωχ., μαθημ.) πίνακας που επιτρέπει εύκολους υπολογισμούς (μαθηματικές πράξεις, εξισώσεις). || (στρατ.) άβακες τροχιών / βλητικών συναρτήσεων.
[λόγ.: I1, II: αρχ. ἄβαξ, αιτ. -ακα· Ι2: ελνστ. σημ.]