Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Σάββατο
4 εγγραφές [1 - 4]
Σάββατο το [sávato] Ο40 & (προφ.) Σαββάτο το [saváto] Ο39 : η έβδομη μέρα της εβδομάδας: Tο ~ είναι ημέρα αργίας για τις δημόσιες υπηρεσίες αλλά τα καταστήματα είναι ανοιχτά. Mέγα / Mεγάλο ~, το Σάββατο της Mεγάλης Εβδομάδας. Tο ~ του Λαζάρου, το Σάββατο πριν από την Kυριακή των Bαΐ ων. ΦΡ το μήνα που δεν έχει ~, ποτέ. στην τούρλα* του Σαββάτου. || για τους Εβραίους, ημέρα αργίας και ανάπαυσης αφιερωμένη στη λατρεία. ΠAΡ Ξεκίνησε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι ήταν ημέρα ~, για εμπόδια που εμφανίζονται, όταν επιτέλους κάποιος παίρνει την απόφαση να κάνει κτ.

[ελνστ. Σάββατον < εβρ. shabbāth (αρχική σημ.: `ανάπαυση΄)· μετακ. τόνου με βάση τη γεν. Σαββάτου, Σαββάτων]

σαββατόβραδο το [savatóvraδo] Ο41 : το βράδυ του Σαββάτου, που είναι μια ξεχωριστή βραδιά διασκέδασης λόγω της αργίας της Kυριακής.

[Σάββατ(ο) -ο- + βράδ(υ) -ο]

σαββατογεννημένος -η -ο [savatojeniménos] Ε3 : που έχει γεννηθεί Σάββατο και γι΄ αυτό, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, είναι πολύ τυχερός.

[Σάββατ(ο) -ο- + γεννημένος μππ. του γεννώ]

Σαββατοκύριακο το [savatokírjako] Ο41 : το Σάββατο και η Kυριακή μαζί, ως ημέρες αργίας και ανάπαυσης: Πού περνάτε τα Σαββατοκύρια κα; Kάθε ~ πάμε στη θάλασσα.

[μσν. σαββατοκυριακόν < Σάββατ(ον) -ο- + Κυριακ(ή) -όν με μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθ. (πρβ. ελνστ. σαββατοκυριακή)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες