Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Ραμαζάνι το [ramazáni] Ο44 : γιορτή των μουσουλμάνων (σε ανάμνηση της παράδοσης του Kορανίου στους ανθρώπους) που διαρκεί όλο τον ένατο μήνα του μουσουλμανικού έτους: Γιόρταζαν το ~. || (επέκτ.) η αυστηρή νηστεία που τηρείται από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου το διάστημα αυτό.
[τουρκ. Ramazan -ι (αραβ. Ramadān)]