Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Πρωτοχρονιά η [protoxroná] Ο24 : η πρώτη ημέρα του Iανουαρίου κυρίως ως γιορτή για την αρχή του νέου έτους: Παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Σου εύχομαι καλή ~. Kάναμε ~ στο σπίτι της Σοφίας, υποδεχτήκα με τον καινούριο χρόνο.
[πρωτο- + χρόν(ος) -ιά κατά το πρωτομηνιά]
- πρωτοχρονιάτικος -η -ο [protoxronátikos] Ε5 : που έχει σχέση με την Πρωτοχρονιά: Πρωτοχρονιάτικη γιορτή / πίτα. Πρωτοχρονιάτικα δώρα / έθιμα.
πρωτοχρονιάτικα ΕΠIΡΡ κατά τη διάρκεια της Πρωτοχρονιάς, με αρνητική συνήθ. σημασία, για να εκφράσει δυσαρέσκεια για το χρόνο που γίνεται κτ.: Δε θα μείνω μόνος στο σπίτι ~. [Πρωτοχρον(ιά) -ιάτικος]