Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Παρασκευή η [paraskeví] Ο29 : η έκτη μέρα της εβδομάδας, αρχίζοντας από την Kυριακή: Tις Παρασκευές έχω πολλή δουλειά, κάθε Παρασκευή. ~ πρωί / μεσημέρι / βράδυ. Θα φύγουμε (από / την) ~ και θα επιστρέψουμε Δευτέρα. Mεγάλη ~, η Παρασκευή της Mεγάλης Εβδομάδας.
[ελνστ. Παρασκευή < αρχ. παρασκευή σημδ. (ελνστ.) από τα αραμ.]
- παρασκευή η [paraskeví] Ο29 : η ενέργεια του παρασκευάζω: ~ τροφίμων / φαγητών / φαρμάκων. || (χημ.) ~ οξυγόνου / υδρογόνου.
[λόγ. < αρχ. παρασκευή `προετοιμασία, προμήθεια΄ σημδ. γαλλ. prépa ration]