Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Οκτώβριος ο [októvrios] Ο19 : ο δέκατος μήνας του χρόνου.
[λόγ. < ελνστ. Ὀκτώβριος < λατ. Οctober (αρχικά ο όγδοος μήνας του ρωμαϊκού ημερολογίου, octo `οχτώ΄) -ber > -βριος κατά το Ἰανουάριος και ελνστ. Ὀκτώμβριος (το μ αναλ. προς τα Σεπτέμβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος· σύγκρ. αντίστοιχο σημερ. λαϊκ. Οκτώμβριος)]