Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Kυριακή η [kirjakí] Ο29 : η ημέρα της εβδομάδας, η οποία είναι για τους χριστιανούς ημέρα αφιερωμένη στη λατρεία του Θεού και στην ανάπαυση: Σήμερα είναι ~. Tις Kυριακές τρώμε οικογενειακώς, κάθε Kυριακή. ~ του Πάσχα / της Ορθοδοξίας. ΦΡ ~ κοντή γιορτή, για κτ. που πρόκειται να συμβεί πολύ σύντομα. της Kυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη, για αντικείμενο, συνήθ. ευτελές, που έχει πολύ μικρή αντοχή.
[ελνστ. Κυριακή `η μέρα του Κυρίου΄ ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. κυριακός `που ανήκει στον Κύριο΄]
- κυριακός -ή -ό [kirjakós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με την Kυριακή, συνήθ. στην έκφραση κυριακή αργία, η αργία της Kυριακής. 2. (εκκλ.) κυριακή προσευχή*.
[2: λόγ. < ελνστ. κυριακός `που ανήκει στον Kύριο΄· 1: σημδ. γαλλ. chἄmage du dimanche]