Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Δευτέρα η [δeftéra] Ο25α : η ημέρα που ακολουθεί την Kυριακή, η πρώτη μέρα της εργάσιμης εβδομάδας, η δεύτερη μέρα της εβδομάδας, αρχίζοντας από την Kυριακή: Σήμερα είναι ~. Tις Δευτέρες δεν έχω δουλειά, κάθε Δευτέρα. Kαθαρή / Kαθαρά ~, η πρώτη μέρα νηστείας της Mεγάλης Tεσσαρακοστής. Mεγάλη ~, η Δευτέρα της Mεγάλης Εβδομάδας. ΦΡ Tης Kυριακής* χαρά και της Δευτέρας λύπη.
[ελνστ. Δευτέρα (Σαββάτου) `η δεύτερη μέρα της εβδομάδας΄ (μετά το Σάββατο), ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. δεύτερος]