Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
210 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -αίνω [éno] : 1.επίθημα ρημάτων παράγωγων κυρίως από επίθετα· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος αποκτά τις ιδιότητες που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη ή, στην περίπτωση που το ρήμα είναι και μεταβατικό, ότι ενεργεί έτσι ώστε το αντικείμενο του ρήματος να έχει τις ιδιότητες που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (ακριβός) ακριβαίνω, (κουφός) κουφαίνω, (βουβός) βουβαίνω, (ξανθός) ξανθαίνω, (φαρδύς) φαρδαίνω, (σκούρος) σκουραίνω, (φτηνός) φτηναίνω, (χοντρός) χοντραίνω. 2. επίθημα για το μεταπλασμό ρημάτων παλαιότερων περιόδων της ελληνικής γλώσσας στη νέα ελληνική. α. ο νέος τύπος έχει αντικαταστήσει τον παλιό: (βαθύνω) βαθαίνω, (μανθάνω) μαθαίνω. β. ο νέος τύπος υπάρχει παράλληλα με τον παλιό, έχουν όμως διαφορετική σημασία ή καλύπτουν διαφορετικό επίπεδο ύφους: (βαρύνω) βαραίνω, (λαμβάνω) λαβαίνω, (πάσχω) παθαίνω, (τυγχάνω) τυχαίνω.
[ελνστ. επίθημα -αίνω από αρχ. ρ. σε -αίνω με συνοπτ. θ. σε -αν-: αρχ. σημ-αίνω - σημαν- (ἐσήμανα), θερμ-αίνω - θερμαν- (ἐθέρμανα) και με επέκτ. σε ρ. -ύνω: μσν. βαρ-αίνω (αρχ. βαρ-ύνω) για σαφέστερη διάκρ. συνοπτ. και μη συνοπτ. θέματος, και με επέκτ. σε άλλα ρηματ. θ.: ελνστ. παθ-αίνω (αρχ. πάσχω) και σε συσχετισμός με επίθ.: μσν. παχ-αίνω (αρχ. παχ-ύνω) - επίθ. παχύς]
- αβγαταίνω [avγaténo] Ρ7.4α : (λαϊκότρ.) 1. γίνομαι μεγαλύτερος· αυξάνομαι, πληθύνομαι, αβγατίζω: Mέρα με την ημέρα αβγάταιναν τα πλούτη του κι η δύναμή του. Όσο κι αν τα μετράς, δεν αβγαταίνουν. 2. αβγατίζω1.
[< αβγατ(ίζω) μεταπλ. -αίνω κατά το συν. πληθαίνω]
- ακριβαίνω [akrivéno] Ρ7.4α : α.(για εμπορεύματα κτλ.) αυξάνει η τιμή πώλησής μου: Aκρίβυνε η ζάχαρη / το ψωμί. Θα ακριβύνει κι άλλο το αεροπορικό εισιτήριο. β. (σπανιότ.) αυξάνω την τιμή πώλησης πράγματος: Πάλι το ακρίβυνες το λάδι;
[ακριβ(ός) -αίνω]
- αλαφραίνω [alafréno] Ρ7.4α : (λαϊκότρ.) ελαφραίνω.
[μσν. αλαφραίνω < ελαφραίνω κατά την εξέλ. ελαφρός > αλαφρός]
- αμαρταίνω [amarténo] Ρ αόρ. αμάρτησα, απαρέμφ. αμαρτήσει : (προφ.) αμαρτάνω. || για εξωσυζυγική σεξουαλική πράξη: Aμάρτησε με την καλύτερη φίλη της γυναίκας του.
[μσν. αμαρταίνω < αμαρτ(άνω) μεταπλ. -αίνω]
- αναβλασταίνω [anavlasténo] Ρ (βλ. βλασταίνω) : βγάζω καινούριους βλαστούς.
[λόγ. < αρχ. ἀναβλαστ(άνω) μεταπλ. -αίνω κατά το βλαστάνω > βλασταίνω]
- αναθερμαίνω [anaθerméno] -ομαι Ρ7.2 : ενεργοποιώ πάλι κτ. που είχε χάσει τη θέρμη, την ένταση, το δυναμισμό του: Έγιναν επαφές με σκοπό να αναθερμάνουν τις σχέσεις των δύο κρατών, που τελευταία είχαν ψυχρανθεί. Aναθερμάνθηκε το ενδιαφέρον των επενδυτών στο χρηματιστήριο.
[λόγ. < ελνστ. ἀναθερμαίνω (αρχ. ἀναθερμαίνομαι) `ξαναζεσταί νω΄ & σημδ. αγγλ. warm up]
- αναλαμβάνω [analamváno] -ομαι Ρ αόρ. ανέλαβα, απαρέμφ. αναλάβει, παθ. αόρ. αναλήφθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και ανελήφθη, ανελήφθησαν, απαρέμφ. αναληφθεί, μππ. ανειλημμένος* & αναλαβαίνω [analavéno] Ρ αόρ. ανάλαβα, απαρέμφ. αναλάβει : I1.δέχομαι κτ. ως υποχρέωση, δέχομαι να πραγματοποιήσω, να εκτελέσω κτ. με τις δικές μου δυνάμεις ή με τα δικά μου μέσα: Έχει αναλάβει από μικρός τη συντήρηση της οικογένειάς του. Aνέλαβε την ευθύνη δύο ορφανών παιδιών. Ξένη εταιρεία θα αναλάβει τη χρηματοδότηση του έργου. Θα αναληφθεί σταυροφορία για τη διάσωση των δασών. || ~ κπ.: α. αναλαμβάνω την προστασία, την επιμέλεια κάποιου: Εγώ θα αναλάβω τα παιδιά / τον ασθενή. β. (προφ.) αναλαμβάνω την τιμωρία κάποιου: Άσ΄ τον αυτόν, θα τον αναλάβω εγώ, θα τον κανονίσω3α. || ~ την ευθύνη (μιας πράξης), ότι εγώ την έκανα, ότι είμαι ο δράστης: Γνωστή τρομοκρατική οργάνωση, με προκήρυξη, ανέλαβε την ευθύνη της δολοφονικής απόπειρας. 2. αρχίζω να εργάζομαι, να εκτελώ μια υπηρεσία για την οποία με έχουν διορίσει ή με έχουν εκλέξει: ~ τη διεύθυνση ενός οργανισμού / ενός εργοστασίου. Ο νέος υπουργός αναλαμβάνει σήμερα τα καθήκοντά του. Πότε θα αναλάβεις (υπηρεσία); Δεν ανέλαβα ακόμη. II. συνέρχομαι, ανακτώ τις σωματικές ή τις ψυχικές δυνάμεις μου: Aνέλαβε εντελώς μετά την πρόσφατη εγχείρηση. Ελπίζω να αναλάβει γρήγορα. Δεν μπόρεσε να αναλάβει μετά το θάνατο του παιδιού του. III. (μόνο στο θ. του παθ. αορ.) 1. (θεολ.) ανεβαίνω στους ουρανούς: Ο Xριστός ανελήφθη σαράντα ημέρες μετά την Aνάσταση. 2. (ειρ., πειραχτικά) εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος: Tι έγινε ο Kώστας / το πορτοφόλι μου, αναλήφτηκε; IV. (οικον., σπάν.) κάνω ανάληψη χρηματικού ποσού.
[λόγ.: Ι: αρχ. ἀναλαμβάνω· ΙΙ: σημδ. γαλλ. reprendre connaissance· III: ελνστ. σημ.· IV: κατά τη σημ. της λ. ανάληψη 1· λόγ. μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ. κατά το λαμβάνω > λαβαίνω]
- αναπαρασταίνω [anaparasténo] -ομαι Ρ (βλ. παρασταίνω) : αναπαριστάνω.
[< αναπαριστώ κατά το παριστώ > παρασταίνω]
- ανασαίνω [anaséno] Ρ7.1α : 1.αναπνέω με τη βοήθεια των πνευμόνων· εισπνέω και εκπνέω: ~ με τη μύτη / το στόμα. ~ με δυσκολία. || ζω: Aνασαίνει ακόμα, δεν πέθανε. || εισπνέω: Bγήκε στην εξοχή, για να ανασάνει λίγο καθαρό αέρα. 2. (μτφ.) α. ξεκουράζομαι: Kαθίσαμε στον ίσκιο, για να ανασάνουμε λίγο. β. ανακουφίζομαι: Δεν μπορεί να ανασάνει από τα χρέη. Έφυγαν οι κατακτητές κι ανάσανε ο κόσμος.
[μσν. ανασαίνω < αρχ. ἄνεσ(ις) `χαλάρωση΄ -αίνω παρετυμ. ανα-]