Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ίτσα [ítsa] : επίθημα για το σχηματισμό θηλυκών υποκοριστικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά: (αγκαλιά) αγκαλίτσα, (βελόνα) βελονίτσα, (θάλασσα) θαλασσίτσα, (καρέκλα) καρεκλίτσα, (κορδέλα) κορδελίτσα, (κούκλα) κουκλίτσα, (φιλενάδα) φιλεναδίτσα· (αρκούδα) αρκουδίτσα, (πεταλούδα) πεταλουδίτσα· (μηλιά) μηλίτσα· (Ελένη) Ελενίτσα· (Παναγία) Παναγίτσα.
[μσν. μετουσ. υποκορ. επίθημα -ίτσα < υποκορ. -ίτσ(ιν) -α < μσν. -ίκιν (δες στο -ίκι 2) με τροπή [k > ts] πριν από [i] (ισχυροπ. της άρθρ.): μσν. υποκορ. αστρ-ίκιν / αστρ-ίτσιν `αστεράκι΄, μσν. μαν-ίτσα & σύντμ. του επιθήματος -ίτισσα (δες -ίτης 1) με αποβ. του άτ. φων.: κοινό νεοελλ. ξενομερ-ίτισσα - ποντιακό ξενομερ-ίτσα· σε τοπων. παρουσιάζονται άλλοτε τα ίδια επιθήματα: Mηλ-ίτσα (< μηλ-ιά), Παλιοκαστρ-ίτσα (< Παλιοκαστρ-ίτισσα), και άλλοτε σλαβ. -itsa: Γραν-ίτσα < Granitsa]