Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-άκος"
2 εγγραφές [1 - 2]
-άκος [ákos] : επίθημα: 1. υποκοριστικών αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά: (γέρος) γεράκος, (δρόμος) δρομάκος, (κατεργάρης) κατεργαράκος· (Mήτσος) Mητσάκος. || συχνά με μειωτική σημασία σε ουσιαστικά παράγωγα από ουσιαστικά που δηλώνουν επάγγελμα· (πρβ. -ίσκος): (γιατρός) γιατράκος, (δάσκαλος) δασκαλάκος, (δικηγόρος) δικηγοράκος, (υπάλληλος) υπαλληλάκος. 2. οικογενειακών ονομάτων.

[< επίθημα -άκ(ι) με προσθήκη της κατάλ. του αρσ. -ος]

-ιακός -ιακή -ιακό [iakós] & [iakós] (στη σημ. 2β) (η προφορά του [ia] εξαρτάται από το σύμφωνο που προηγείται) & -ακός -ακή -ακό [akós] : επίθημα επιθέτων παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: 1. προέρχεται από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη ή ανήκει σ΄ αυτό: (Aυστραλία - Aυστραλός) αυστραλιακός, (Επτάνησα - Επτανήσιος) επτανησιακός, (Kόρινθος - Kορίνθιος) κορινθιακός, (Παλαιστίνη - Παλαιστίνιος) παλαιστινιακός, (Ρόδος - Ρόδιος) ροδιακός. 2. έχει κάποια σχέση με την πρωτότυπη λέξη, έχει τα χαρακτηριστικά της ή αναφέρεται σ΄ αυτήν: α. (αντίσταση) αντιστασιακός, (απεργία) απεργιακός, (εποχή) εποχιακός, (ζενίθ) ζενιθιακός, (ήλιος) ηλιακός, (μονοπώλιο) μονοπωλιακός, (ναυτιλία) ναυτιλιακός, (οικογένεια) οικογενειακός, (παρακμή) παρακμιακός, (συγκοινωνία) συγκοινωνιακός, (ταμίας) ταμιακός. β. (συνήθ. προφ.) (ζοχάδες) ζοχαδιακός, (μισό) μισιακός, (σημάδι) σημαδιακός. γ. (επιστ.) για την απόδοση αντιδάνειων επιθέτων: βραγχιακός, γαγγλιακός, επιθηλιακός, κρανιακός, φατνιακός.

[1, 2α, γ: λόγ. < αρχ. μετον. επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων -ακός & με επέκτ. (με βάση ουσ. ή επίθ. σε -ιος -ια -ιον) -ιακός, που δήλωνε πως το παράγ. ανήκει σ΄ αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λ., πως έχει τη φύση του, ή είναι κατάλληλο γι΄ αυτό: αρχ. Kορινθ-ιακός (< Kορίνθι-ος), ελνστ. καρδ-ιακός (< καρδί-α), δανει-ακός (< δάνει-ον)· 2β: αρχ. -ιακός με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.: σημαδ-ιακός (< σημάδ-ι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες