Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "πάστα φλόρα"
1 item total
πάστα φλόρα η [pásta flóra] Ο25α : γλύκισμα που παρασκευάζεται με ζύμη ζαχαροπλαστικής, η οποία στρώνεται σε ταψί, καλύπτεται με ένα στρώμα μαρμελάδας και διακοσμείται με λεπτές λωρίδες από την ίδια ζύμη, που τοποθετούνται σταυρωτά έτσι ώστε να σχηματίζουν ρόμβους.

[ιταλ. pasta frolla με μετάθ. του [r] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go