Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατμός
17 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατμός ο [atmós] Ο17 : το αέριο στο οποίο μετατρέπεται ένα υγρό (ή στερεό) όταν θερμαίνεται και το οποίο μπορεί εύκολα να γίνει πάλι υγρό: Ο ~ του νερού, υδρατμός. H κουζίνα είναι γεμάτη ατμούς. Οι ατμοί της ατμόσφαιρας. Mηχανή που κινείται με τη δύναμη του ατμού, ατμομηχανή. ΦΡ (είμαι) υπ΄ ατμόν, έτοιμος να φύγω.

[λόγ. < αρχ. ἀτμός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατμός [atmós] ο, (L)
  • vapor, steam (syn ατμίδα 1, άχνα 1, αχνός1):
    • ~ ύδατος water vapor, aqueous vapor, steam (syn υδρατμός) |
    • ~ αμμωνίας |
    • ξηρός ~ dry steam |
    • πίεση ατμού steam pressure |
    • L phr βρίσκεται υπό ατμόν fig he is ready to leave |
    • gnom ο έρωτας μοιάζει με τον ατμό· όσο πιέζεται τόσο και πιο δυνατός γίνεται (Vrettakos) |
    • η χρονιά 1775 ... σημείωσε την εφεύρεση της μηχανής με ατμό (Theotokas) |
    • προσπάθησα μέσα στους πρωινούς ατμούς να ξεχωρίσω τα χρώματα της θάλασσας (Charis) |
    • poem ο ~ απ' το ζεστό νερό χνότιζε λίγο λίγο τον καθρέφτη (Ritsos)

[fr postmed (Somavera), MG ατμός ← Κ, ΑG]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατμοσειρήνα [atmosirína] η, (L)
  • steam siren, steam whistle (syn ατμοσυρίχτρα)

[fr kath (neol) ατμοσειρήν, cpd w. σειρήν]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατμοσίδερο το [atmosíδero] Ο41 : οικιακή συσκευή για το σιδέρωμα των ρούχων με ατμό.

[λόγ. ατμο- + σίδερο]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατμοσίδερο [atmosí∂ero] το, (L)
  • steam iron (syn phr σίδερο ατμού)

[neol, cpd w. σίδερο]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατμοστρόβιλος [atmostrόvilos] ο, (L)
  • steam turbine (syn ατμοτουρμπίνα)

[fr kath (neol) ατμοστρόβιλος, cpd w. στρόβιλος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατμοσυλλέκτης [atmosiléktis] ο,
  • steam collector, steam receiver

[fr kath (neol) ατμοσυλλέκτης, cpd w. συλλέκτης]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατμοσυρίχτρα [atmosiríxtra] η, (L)
  • steam whistle (syn ατμοσειρήνα)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ατμοσυρίκτρα, cpd w. συρίκτρα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατμοσύρτης [atmosírtis] ο, (L) mechan. eng.
  • steam slide valve

[fr kath (neol: Koumanoudis) ατμοσύρτης, cpd w. σύρτης, calqued on Fr tiroir]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατμόσφαιρα η [atmósfera] Ο27 : 1.το μείγμα των αερίων που περιβάλλει τη γη ή άλλα ουράνια σώματα: H Σελήνη δεν έχει ~. H Aφροδίτη και ο Άρης έχουν ~. Tο σχήμα της ατμόσφαιρας είναι όμοιο περίπου με το σχήμα της Γης. Tα στρώματα της ατμόσφαιρας. Πίεση / θερμοκρασία / υγρασία / πυκνότητα ατμόσφαιρας. Kαθαρή / διαυγής / μολυσμένη ~. Yγιεινή / υγρή / βαριά ~, κλίμα. || (φυσ.) μονάδα μέτρησης της πίεσης: Πίεση δέκα ατμοσφαιρών. 2. (μτφ.) α. το ψυχολογικό περιβάλλον μέσα στο οποίο βρίσκεται ή γίνεται κάτι· κλίμαI2, αέρας: Εχθρική / φιλική / ηλεκτρισμένη / ζεστή ~. ~ οικειότητας. Γνώριμη και οικεία ~. β. η ιδιαίτερη, παράξενη και υποβλητική ψυχολογική διάθεση και γοητεία που προκαλεί ένα λογοτεχνικό, κινηματογραφικό κτλ. έργο: Ο σκηνοθέτης πετυχαίνει να δημιουργήσει ~. Tο έργο έχει κάτι από την ~ του αστυνομικού μυθιστορήματος. (έκφρ.) περιρρέουσα* ~.

[λόγ. < γαλλ. atmos phère < αρχ. ἀτμό(ς) + σφαῖρα]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες