Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αψιθιά [apsiθjá] η, (& αψιφιά) bot
- wormwood, Artemisia absinthium, Artemisia arborescens (syn αγριαψιθιά 1, αρτεμισία 2, αψίνθιο 1):
- ως φάρμακο θα μου 'διδαν αφέψημα αψιθιάς κι άλλων χόρτων, που θεωρούνται αντιπυρετικά (Kondylakis) |
- η σοφία έγινε πικρή σαν την ~στο στόμα των ανθρώπων (Myriv) |
- poem στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο σαν πικρή ~(Varnalis)
[fr postmed (Somavera) αψιθιά ← postmed αψιθέα/αψιθία ← ByzG αψινθία (Alex. Trall.), this der of ἄψινθος (f & m); cf ἀψίνθιον (Hippocr, Xenoph, Theophr etc) 'id.']
- wormwood, Artemisia absinthium, Artemisia arborescens (syn αγριαψιθιά 1, αρτεμισία 2, αψίνθιο 1):