Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αφρισμένος, -η, -ο [afrizménos]
- ① foamy, frothy (syn in αφράτος 1):
- ~ καταρράκτης, ποταμός |
- αφρισμένη θάλασσα, παλίρροια |
- αφρισμένο κύμα, πέλαγος |
- αφρισμένο στόμα επιληπτικού |
- αφρισμένο λευκό χρώμα |
- έφθανεν έως εδώ το αφρισμένο πάλεμα των αντιθέτων ρευμάτων, των ποταμήσιων και θαλασσινών νερών (Karkavitsas) |
- τ' αφρισμένα χείλια τους έβγαζαν ακατανόητους χρησμούς (Kazantz) |
- κέντρισε ακόμα πιο πολύ το αφρισμένο άλογο (Roufos) |
- πάμε στον καταρράχτη .. να δούμε τ' αφρισμένα νερά; (Kovvatzis)
- ② tousled, disordered, tangled (near-syn ανακατεμένος 2c):
- οι αφρισμένοι βόστρυχοι των μαλλιών .. ζωγραφίζονται μελετημένα αφρόντιστοι (Touratsoglou)
- ③ fig foaming, frenzied, raging, infuriated (syn μανιασμένος, φρενιασμένος, near-syn αφηνιασμένος 2b, αφιονισμένος 2b):
- αφρισμένο μίσος, πείσμα |
- έτρεξε στου γαμπρού του ~ κι ήθελε να πάρει την A. με τη βία (Xenop) |
- οι συκοφαντίες .. έδιναν και έπαιρναν και τις άκουγες παντού τις ίδιες από στόματα αφρισμένα (Pallis) |
- κόπασε .. ο σάλαγος των καμτσικιών και τ' αφρισμένα ουρλιάσματα σωπάσαν (Grigoris) |
- ήθελε να βάλει κάτω τον αφρισμένο σορόκο, που χτυπούσε και βροντούσε τα ντουβάρια του τσιφλικιού συθέμελα (Bakalakis)
[fr postmed αφρισμένος, ppp of αφρίζω]
- ① foamy, frothy (syn in αφράτος 1):