Greek-English Dictionary (Georgakas)
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- αφοσιωμένος1 [afosioménos] ο, (L)
- person dedicated (to s.o. or sth), zealous follower, devoted (near-syn ο πιστός):
- κάθε εποχή έχει τους αφοσιωμένους της (Panagiotop) |
- για τον πραίτωρα δυο κόσμοι μπορούσαν να υπάρχουν μονάχα, οι χριστιανοί κι οι αφοσιωμένοι της Pώμης (id.) |
- παραστένει τον αφοσιωμένο στους Tούρκους (Palaiologos)
[substantiv. m of αφοσιωμένος2]
- person dedicated (to s.o. or sth), zealous follower, devoted (near-syn ο πιστός):
- αφοσιωμένος2, -η, -ο [afosioménos] (L)
- ① dedicated, devoted, faithful, loyal, attached (near-syn πιστός):
- ~ οπαδός, πατριώτης, υπήκοος, υπηρέτης, φίλος |
- αφοσιωμένη αγάπη |
- αφοσιωμένο κοινό |
- γυναίκες αφοσιωμένες στους άντρες τους |
- τώρα βλέπουν πιο σπάνια το αφοσιωμένο ζευγάρι, τη θεία Mαρία και τη μικρή A. B., να προχωρούν σιγά σιγά στο .. μονοπάτι (Venezis) |
- θέλω να μαζέψεις ως τρακόσους ανθρώπους, δικούς σου, αφοσιωμένους (Petsalis) |
- ήταν ανάγκη να δημιουργηθεί στρατός μόνιμος, ισχυρός και ~ (Vacalop)
- ② fully concentrated on, dedicated, devoted, absorbed (near-syn απορροφημένος, προσηλωμένος):
- ~ στη δουλειά, στην επιστήμη του |
- ~ σε κοινωφελείς σκοπούς |
- ~ στην υπηρεσία του έθνους |
- δεν είχε πάρει είδηση από όλη αυτή την κατάσταση, ~ στην ομιλία του με τη θελκτική δεσποινίδα (Nirvanas) |
- άπλωνε τη χαρά της παρουσίας της, .. αφοσιωμένη στο νοικοκυριό της (Myriv) |
- υπήρχαν .. μεγάλοι καλλιτέχνες, που αφοσιωμένοι στο έργο τους ξεχνούσαν .. και να μας χαρίσουν τ' όνομά τους (Kanellop)
[fr kath αφωσιωμένος, ppp of αφοσιώ/αφοσιούμαι]
- ① dedicated, devoted, faithful, loyal, attached (near-syn πιστός):