Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυταρχία [aftar ía] η, (L)
- ① absolute sovereignty or independence:
- η αρχή των πιθανοτήτων και της αβεβαιότητας .. εκφράζει την αποτυχία της αιτιοκρατίας και σημαίνει μιαν ~ στο χαρακτήρα του ίδιου του ατόμου (Kanellop)
- ② polit autocratic or authoritarian rule, autarky, autocracy (near-syn απολυταρχία a, δεσποτισμός):
- πόλεμος στις δεισιδαιμονίες και προλήψεις, την ~ και την πίεση των πολλών πάνω στους λίγους (Theodoridis) |
- είναι η Σοβιετική Ένωση στην σταλινική περίοδο της απόλυτης αυταρχίας (Sachinis)
[fr kath αυταρχία ← LK (Dio C.), der of K αὔταρχος (IG Rom. 4.1612; Manasses; adj, Dio C.)]
- ① absolute sovereignty or independence: