Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτάρκεια
1 εγγραφή
αυτάρκεια [aftárcia] η, (L)
  • self-sufficiency, independence, autarky (syn αυτεπάρκεια):
    • οικονομική, πολιτική ~ |
    • ~ σε αλιευτικά προϊόντα |
    • ~ σε υγρά καύσιμα |
    • η τωρινή ομιλουμένη γλώσσα δεν έχει ενότητα και ~ |
    • κατάφερε να φτάσει τα όρια μιας κάποιας γεωργικής αυτάρκειας (Karantonis) |
    • τα πρόβατα .. συνηθισμένα στην ~ κάτι θα εύρουν να τσιμπήσουν (Floros) |
    • οι καθαρά ελληνικές δυνάμεις μάς εξασφαλίζουν απόλυτη πνευματική και καλλιτεχνική ~ (Charis) |
    • ο Eπίκουρος .. είχε στηρίξει το φιλοσοφικό του σύστημα στην ~ και στην αταραξία (Saratsis)

[fr kath αυτάρκεια ← postmed, MG ← PatrG, K (also pap), AG, der of AG (Aeschyl. +) αὐτάρκης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες