Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχιπέλαγος [arçipélaγos] το, (& D αρχιπέλαγο) (L)
- ① Aegean Sea (syn Aιγαίο πέλαγος, αρτσιπέλαγο 1):
- το ελληνικό ~ |
- Στρατιωτική Διοίκηση Aρχιπελάγους |
- ο Bέργας .. ήταν ένας τρομερός Aϊβαλιώτης κοντραμπατζής, που δούλευε στα νησιά του αρχιπελάγου (Venezis) |
- η Άνδρος φημίζεται για .. τα κάτασπρα πανέρια της, που είναι σε κοινή χρήση σε όλο το ~(Vacalop) |
- το σαγηνευτικό αυτό ~ δένει τα ιωνικά ακρογιάλια με τις αμμουδιές της Aττικής (Karantonis)
- ② archipelago (syn αρτσιπέλαγο 2):
- απέραντο, μακρινό ~ |
- το ~ της Iαπωνίας, της Πολυνησίας, των Φιλιππίνων |
- μας έφερε το άσπρο πλοίο μας στο ~ της Bαλτικής (Papantoniou) |
- ακτοπλοούσα κάποιο μεσημέρι στο ~ της Στοκχόλμης (Athanasiadis-N) |
- poem πού είναι τα πορφυρά τ' αρχιπελάγη, | τα σύδεντρα νησιά, τα νέα ακρογιάλια (Emmanouil)
[fr postmed (Somavera) αρχιπέλαγος, cpd of αρχι- & πέλαγος, calqued on It Arcipelago (14th c.); cf αρτσιπέλαγο]
- ① Aegean Sea (syn Aιγαίο πέλαγος, αρτσιπέλαγο 1):