Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποφαίνομαι1 [apofénome] ipf αποφαινόμουν, aor αποφάνηκα (subj αποφανώ)
- ① seem, appear (syn φαίνομαι):
- ο δείνα μου αποφάνηκε τεμπέλης |
- τα κείμενα, από άψυχα που μας αποφαίνονται, θα γίνουν έμψυχα (Theodorakop)
- ⓐ be seen, be apparent, become visible (syn φαίνομαι, φανερώνομαι):
- από τη φούρκα αυτή δεν αποφάνηκε στο ρομάντζο τίποτα (Psichari) |
- σεργιανούσε τη ματιά του κειδά χωρίς ν' αποφαίνεται (Panagiotop)
- ⓑ be felt, be perceived, make an impression (syn phr L γίνομαι αισθητός):
- δε θα του αποφανεί καθόλου η έλλειψη τούτη (Terzakis) |
- τα ξεπλήρωναν με κρατήσεις απ' το μισθό τους κι ούτε τους αποφαίνονταν (Mitropoulou)
- ② impers it seems, it appears (syn φαίνεται):
- της αποφαίνεται πως το φως του νου της έσβησε (Theodorakop)
- ⓒ it is, or becomes, apparent or obvious (syn φαίνεται, syn phr είναι φανερό):
- ήταν κάποτες τόσο συλλογισμένη που της αποφαίνουνταν και στο πρόσωπό της (Psichari) |
- τώρα αποφάνηκε ότι EAM θα πει κομμουνισμός (ChZalokostas)
[fr postmed (Somavera) αποφαίνομαι ← MG ← AG ← ἀποφαίνω 'show']
- ① seem, appear (syn φαίνομαι):
- αποφαίνομαι2 [apofénome] ipf αποφαινόμουν, aor αποφάνθηκα (3sg αποφάνθηκε & απεφάνθη; subj αποφανθώ), pf & plupf έχω-είχα αποφανθεί (L)
- ① express or give one's opinion, declare, enounce, assert (syn γνωματεύω, γνωμοδοτώ, δηλώνω):
- ο γιατρός, ο εμπειρογνώμονας, η επιστήμη αποφαίνεται |
- ~ με ασφάλεια, βεβαιότητα, επιφύλαξη, κύρος |
- ~ θετικά, κατηγορηματικά, τελεσίδικα, υπεύθυνα, υποτιμητικά |
- ~ πάνω στο ζήτημα, στην ουσία |
- ~ για το μέλλον, για την αξία του έργου |
- η έκθεση αποφαίνεται ότι οι προοπτικές της οικονομίας διαγράφονται δυσμενείς |
- οι ψυχολόγοι είχαν αποφανθεί ότι ο δολοφόνος έτρεφε παθολογικό μίσος για τις γυναίκες |
- ο Aριστοτέλης αποφαίνεται ότι το κακό δεν έχει οντότητα (Tatakis) |
- πάντα μια κρίση αποφαίνεται για την πραγματικότητα οποιουδήποτε αντικειμένου (Papanoutsos) |
- αποφαίνεται πως τα εναέρια ταξίδια είναι τα ωραιότερα που μπορεί να κάνει κανένας (Ouranis) |
- το μαντείο αποφάνθηκε ότι έφθασε το τέλος του (Varelas) |
- poem δεν ξέρω τι ν' αποφανθώ | γι' αυτή την ομορφιά σου (Spanias)
- ② issue a decision or verdict, decide, rule, determine (syn αποφασίζω 1, κρίνω, ορίζω):
- το δικαστήριο, ο νομοθέτης, το υπουργείο αποφάνθηκε |
- μελετά τους δυο φιλοσόφους χωρίς ν' αποφαίνεται για την υπεροχή του ενός ή του άλλου (Vacalop) |
- δεν πρέπει να βιαστούμε ν' αποφανθούμε ότι ο ένας μιμήθηκε τον άλλον (Stasinop) |
- μπορούμε ν' αποφανθούμε, μόνο με τα ανθρωπολογικά στοιχεία, αν είναι συγγενής ομάδα με τις άλλες ομάδες της Tραπεζούντας; (Poulianos)
[fr kath αποφαίνομαι ← MG αποφαίνω 'decide' ← K (also pap), AG ἀποφαίνω 'declare']
- ① express or give one's opinion, declare, enounce, assert (syn γνωματεύω, γνωμοδοτώ, δηλώνω):