Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποπνευμάτωση [apopnevmátosi] η,
- spiritualization (syn πνευματοποίηση, πνευμάτωση, ant αποπνευματοποίηση):
- ~ της ύλης, της φύσης |
- ο σωστός ασκητής οδηγεί το σώμα του σε μια προοδευτική ~ (Panagiotop) |
- είναι χαρακτηριστική η επιμήκυνση των μορφών και η τάση για ~ του Γκρέκο (Christou, adapted)
[fr kath αποπνευμάτωσις ← MG (12th c.)]
- spiritualization (syn πνευματοποίηση, πνευμάτωση, ant αποπνευματοποίηση):