Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απομακρυσμένος1 [apomakrizménos] ο, (L)
- distant or remote person:
- πριν από τον απομακρυσμένο βρίσκεται ο πλησίον σου και αν δεν αγαπήσεις αυτόν, δε θα προχωρήσεις πιο πέρα (Kanellop)
[substantiv. m of απομακρυσμένος2]
- distant or remote person:
- απομακρυσμένος2, -η, -ο [apomakrizménos] (L)
- ① distant, remote, outlying, far-off (syn απόμακρος 1):
- ~ λαός |
- ~ κυνηγότοπος, ψαρότοπος |
- απομακρυσμένη γωνιά, επαρχία, περιοχή, συνοικία, χώρα |
- απομακρυσμένο βουνό, νησί, χωριό |
- απομακρυσμένη κεντρική εξουσία |
- διείσδυσαν ίσαμε τις πιο απομακρυσμένες από τη θάλασσα οάσεις (Ouranis) |
- στ' απομακρυσμένα μέρη οργάνωναν καραβάνια για τις μεταφορές (Evelpidis)
- ⓐ being at a distance fr, distant:
- άνθρωποι απομακρυσμένοι από το κέντρο |
- κράτη απομακρυσμένα μεταξύ τους |
- το κράτος πρέπει .. να συγκρατήσει τα απομακρυσμένα τέκνα του (Thrylos) |
- στέκεται πάντα λίγο ~ απ' το συνομιλητή του (Petsalis)
- ⓑ coming fr a distance, distant (syn απόμακρος 1b):
- ~ απόηχος |
- οι γδούποι ήταν κτυπήματα σε κάποια πόρτα και μια απομακρυσμένη φωνή (PIoannidis)
- ② removed, separated, cut-off (syn ξέμακρος, near-syn αποκομμένος 2b):
- ~ από τη ζωή, τα πράγματα |
- πολλές φυλές της Mικρονησίας είναι απομακρυσμένες από τις συγκοινωνίες (Evelpidis, adapted) |
- είναι δύσκολο να δουλεύουν απομακρυσμένες οι διάφορες υπηρεσίες της στρατιωτικής διοικήσεως (ChZalokostas)
- ⓒ removed in time, distant, remote (syn απόμακρος 1c):
- απομακρυσμένη εποχή, απομακρυσμένα γεγονότα |
- σε όχι και πολύ απομακρυσμένο μέλλον η χώρα θα πρέπει να καταλήξει σε μια απόφαση
- ⓓ remote, slight (near-syn ελάχιστος):
- η έστω και απομακρυσμένη πιθανότητα για νέο πραξικόπημα έχει σβηστεί τελείως από τον ορίζοντα |
- η ελπίδα πως οι γεωργικοί συνεταιρισμοί μπορούν να γίνουν βιώσιμοι είναι πάρα πολύ απομακρυσμένη (PSolomos)
- ③ fig having diverged fr, removed, distant:
- η στάση και η επεξεργασία (του αγάλματος) φαίνονται απομακρυσμένες από το θέμα (Papantoniou) |
- μπορεί το έργο να έχει δομή πολύ απομακρυσμένη από την παραδοσιακή (Dizikirikis) |
- ο πλατωνισμός των νεοπλατωνικών είναι λιγότερο ή περισσότερο ~ από τον Πλάτωνα (Benakis, adapted)
- ⓔ unrelated to, different (syn απόμακρος 2b):
- ορισμένα άλυτα προβλήματα συχνά συνδέουν τον κλάδο αυτό με άλλους πολύ απομακρυσμένους (Lambridi, adapted)
[fr kath απομεμακρυσμένος, ppp of απομακρύνω]
- ① distant, remote, outlying, far-off (syn απόμακρος 1):