Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκαλώ
1 εγγραφή
αποκαλώ [apokaló] αποκαλεί, ipf αποκαλούσα, aor αποκάλεσα (& απεκάλεσα, subj αποκαλέσω), pf & plupf έχω-είχα αποκαλέσει, mediop αποκαλούμαι, aor αποκλήθηκα (subj αποκληθώ), pf & plupf έχω-είχα αποκληθεί, (L)
  • call, name, term (syn λέω, ονομάζω):
    • τον αποκαλεί άνανδρο, δειλό |
    • τους αποκαλούσαν κορόιδα, τσαρλατάνους, τυχοδιώκτες, ψεύτες |
    • τον αποκάλεσε μουλάρι |
    • τούρκικο το αποκαλούσε το δημοτικό τραγούδι η ιθύνουσα τάξη (Stratou) |
    • το δεύτερο είδος της αλήθειας είναι αμφίβολο αν μπορεί ν' αποκληθεί γνώση (Tatakis) |
    • ο Iησούς είχε αποκαλέσει τον Hρώδη αλώπεκα (Stasinop) |
    • είναι προάγγελα σημεία για την εαρινή επίθεση, όπως έχει αποκληθεί (Terzakis) |
    • poem με τα ιδεώδη μέλη του πλασμένα για κρεβάτια, | που αναίσχυντα τ' αποκαλεί η τρεχάμενη ηθική (Kavafis)

[fr kath αποκαλώ ← K (pap), AG ἀποκαλῶ (-έω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες