Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απισχναίνω [apisxnéno] aor απίσχνανα (subj απισχνάνω), mediop απισχναίνομαι, aor απισχνάνθη(κε) (subj απισχνανθώ), pf & plupf έχω-είχα απισχνανθεί (L)
- ① make thin or skinny, emaciate (syn αδυνατίζω A 1b, ισχναίνω):
- έχει τελείως απισχνανθεί από την αρρώστια
- ② fig weaken, enfeeble, diminish, reduce in numbers or in substance (syn αδυνατίζω A2, ant ενισχύω):
- η δεξιά δε θα απισχνάνει τις κάλπες των αριστερών |
- ζήτησε να μην απισχνανθούν τα μαθήματα |
- αν από την ιστορία μας αφαιρέσετε τα κεφάλαια που είναι γραμμένα με γαλάζια μελάνη θα απισχνάνετε απελπιστικά τις σελίδες της (Palaiologos) |
- η ελληνική μειονότητα απισχνάνθηκε στη γειτονική χώρα |
- η παράδοση της βυζαντινής παιδείας είχε φοβερά απισχνανθεί (Vacalop)
[fr kath απισχναίνω ← AG]
- ① make thin or skinny, emaciate (syn αδυνατίζω A 1b, ισχναίνω):