Greek-English Dictionary (Georgakas)
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- απαθλιώνομαι [apaθliónome] mediop απαθλιωνόταν, aor απαθλιώθηκα (subj απαθλιωθώ), ppp απαθλιωμένος
- become or be made wretched, miserable or destitute (syn εξαθλιώνομαι):
- όσο απαθλιωνόταν ο τόπος, τόσο κοντύτερα ερχόταν προς τον κομμουνισμό (ChZalokostas) |
- τινάχτηκαν στον αέρα τα γεφύρια του σιδηροδρόμου, για ν' απαθλιωθεί ο πληθυσμός (id., adapted) |
- poem η χώρα μου δεν είναι πια | η χώρα των ποιητών, | αλλά το γραμματοκιβώτιο επιγραφών, | που γράφτηκαν κι απαθλιώθηκαν (NValaoritis)
[cpd of απ- and MG αθλιούμαι (-όομαι) 'be made wretched' (Georg. Pisid., Tzetzes), der of άθλιος]
- become or be made wretched, miserable or destitute (syn εξαθλιώνομαι):