Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: αξιώ
16 items total [1 - 10]
αξιώ [aksió] αξιοίς, αξιοί, αξιούμε, αξιούν, ipf αξιούσα, aor αξίωσα (subj αξιώσω) (L)
  • demand, claim, require (syn αξιώνω 1, απαιτώ):
    • αξιούμε γρήγορες ανακρίσεις |
    • οι μάζες αξίωσαν ηγετικό ρόλο |
    • τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα αξιούν λύσεις |
    • η δουλειά η σωστότερη, που αξιοί να ζήσει, δεν αυτοσχεδιάζεται όπως όπως (Palam) |
    • άντρες, γυναίκες, λαός αξιούν να ξαστερωθεί το μυστήριο (Melas) |
    • το έργο του Γκόρκι αξιούσε κλασικό ανέβασμα (Athanasiadis-N) [fr kath ← postmed, MG, PatrG, K (also pap), AG àξι΅ (-όω)] s. also αξιώνω.
αξίωμα [aksíoma] το, gen αξιώματος (L)
  • ① rank, office, authority (syn βαθμός, οφίκιο):
    • δικαστικό, θρησκευτικό, πολιτικό, στρατιωτικό ~ |
    • το ~ του καπετάνιου, του πρύτανη |
    • ασκεί το ~ του υπουργού |
    • το ~ του λόρδου peerage |
    • πρόσωπο με μεγάλο ~ high ranking official |
    • τα ανώτατα αξιώματα της πολιτείας |
    • σου εύχομαι πολλά χρήματα, πολλά αξιώματα, πολλά χρόνια |
    • ο Pαγκαβής έφθασε σε υψηλά αξιώματα στην Bλαχία πριν από τον Aγώνα (Dimaras)
  • ② philos, math etc universally accepted proposition or principle, proposition requiring no formal demonstration of its truth, axiom, maxim (syn phr αυταπόδεικτη πρόταση, αυτονόητη αλήθεια):
    • ~ επιλογής axiom of choice |
    • το ~ της αιτιότητας |
    • γλωσσικό, ηθικό ~ |
    • θεωρείται ~ ότι η πρωτεύουσα είναι η καρδιά, η έκφραση μιας χώρας (Ouranis) |
    • είναι σχεδόν ~ ότι όλοι οι μεγάλοι τεχνίτες του πεζού λόγου ήτανε και ποιητές (Theodorakop) |
    • αντίρρηση δεν χωρεί στο ~ ότι των αισθητικών αξιών κριτήρια δεν είναι τα μέτρα του αγαθού και του κακού (Papanoutsos)

[fr postmed (Somavera) ← MG, PatrG ← K (also pap) ← AG]

αξιωματικά [aksiomatiká] adv (L)
  • ① w. authority, authoritatively:
    • τα λόγια του δασκάλου σκεπάζονταν από κάποιο λογιοτατίστικο τροπάρι ~ στιχουργημένο (Palam) |
    • ο βηματάρης παίρνει ένα ένα τα λείψανα από ένα συρτάρι, κι αφού τα φιλήσει ο ίδιος, σας δείχνει ένα κομμάτι ποδιού ή χεριού λέγοντάς σας ~ |
    • "Aσπασθείτε!" (Ouranis)
  • ② in a manner admitting no challenge, dogmatically (near-syn δογματικά):
    • εμάθαμε να μιλούμε ~, ν' αποθεώνουμε προαιώνιες πλάνες (Panagiotop) |
    • η άποψή μας είναι δύσκολο να διατυπωθεί ~, αφού οι γνώσεις που έχουμε είναι τόσο περιορισμένες (Despinis)

[der of αξιωματικός2; cf kath αξιωματικώς]

αξιωματικάκι [aksiomatikáci] το,
  • little or young officer:
    • βγαίνει περίπατο το ~ από το Aλκαζάρ (Papantoniou) |
    • ένα πρωί παρουσιάστηκε στην πρεσβεία ένας αξιωματικός του ναυτικού, ένα ~, ένα παλληκαράκι ως δεκαεπτά χρονώ (Petsalis)

[der form of αξιωματικός1]

αξιωματική [aksiomaticí] η, (L) philos, logic etc
  • critical investigation of axioms, axiomatics:
    • υπάρχουν πολλά λογικά συστήματα του τύπου της τροπικής λογικής, μερικά των οποίων προκύπτουν από απλή πρόσληψη στην ~ της κλασικής λογικής αξιωμάτων (Vasileiou)

[substantiv. f of kath αξιωματικός2]

αξιωματικίνα [aksiomaticína] η,
  • female officer (syn η αξιωματικός):
    • στην εποχή μας ο στρατός έχει και στρατιωτίνες και αξιωματικίνες

[der of αξιωματικός1 w. suff -ίνα]

αξιωματικοποίηση [aksiomatikopíisi] η, (L) philos etc
  • reduction to a system of axioms, axiomatization (syn αξιωματοποίηση):
    • η ~ των συστημάτων της θεωρητικής φυσικής προσκρούει σε ορισμένες δυσκολίες (Vasileiou)

[fr kath (neol) αξιωματικοποίησις]

αξιωματικός1 [aksiomatikós] ο, milit, police etc
  • commissioned officer, officer:
    • δόκιμος, έφεδρος, μόνιμος ~ |
    • ~ σε αποστρατεία retired officer |
    • ~ υπηρεσίας duty officer |
    • ~ αναγνωρίσεως reconnaissance officer |
    • ~ εμπορικού ναυτικού officer of the merchant marine |
    • ~ επικεφαλής officer in charge |
    • ~ επιτελείου staff officer |
    • ~ ιατρός medical officer |
    • ~ καταστρώματος deck officer |
    • ~ κινήσεως motor transport officer |
    • ~ κινήσεως αεροδρομίου flight controller |
    • ~ πολεμικού ναυτικού naval officer |
    • ~ πορείας navigating officer |
    • ~ πυρασφαλείας fire marshal |
    • ~ σύνδεσμος liaison officer |
    • ~ φυλακής officer of the watch |
    • πρώτος, δεύτερος, τρίτος ~ 1st, 2nd, 3rd mate |
    • μου λέγει να φωνάξω όλους τους αξιωματικούς να πάμε να φάμε ψωμί εις την κάμαρη (Makryg) |
    • είχαν φιλοξενήσει έναν περαστικό Aυστραλό αεροπόρο, αξιωματικό (Venezis)

[fr MG, PatrG ← K ἀξιωματικός]

αξιωματικός2, -ή, -ό [aksiomatikós] (L)
  • ① philos related or pertaining to axioms, axiomatic:
    • αξιωματική ανάλυση, διατύπωση, έκφραση, πρόταση, υπόσταση |
    • καταλήγει σε συμπεράσματα απαράδεκτα αξιωματικά |
    • ο φιλοσοφικός στοχασμός έχει αναπόφευκτα αξιωματικό χαρακτήρα |
    • με τις τέσσερις τούτες θέσεις συγκροτήσαμε ένα ηθικό αξιωματικό σύστημα, κάτι ανάλογο με το αξιωματικό σύστημα της αριθμητικής (Platis)
  • ② authoritative (near-syn αυθεντικός):
    • έχει μια ελαφρά διάθεση στον αξιωματικό τόνο (Papantoniou) |
    • σεβόμαστε τους ανθρώπους που διδάσκουν με αξιωματικό ύφος (Charis) |
    • τα ιδεολογικά του μανιφέστα τα θέλει αξιωματικά και αποκαλυπτικά (Theotokas) |
    • με τον τρόπο τούτο η επιβολή της νουθεσίας του ποιήματος είναι μεγαλύτερη και αξιωματικότερη (Chourmouzios, adapted)
  • ③ commonly recognized as most prominent, leading:
    • αξιωματική αντιπολίτευση |
    • οι ταγοί που με τόση μετριοφροσύνη δίνουν στον εαυτό τους το όνομα της αξιωματικής πνευματικής ηγεσίας μιλούν ακατάπαυστα για την αξία της κλασικής παιδείας (Papanoutsos)

[fr kath ← MG, PatrG ← K, AG ἀξιωματικός 'dignified, honorable, axiomatic']

αξιωματοποίηση [aksiomatopíisi] η, (L) philos etc
  • axiomatization (syn αξιωματικοποίηση):
    • παρόλο που κατέστη δυνατό να προχωρήσουν στην ~ βασικών κλάδων των μαθηματικών δεν κατόρθωσαν να λύσουν τελειωτικά προβλήματα που συνδέονται με την έννοια του απείρου

[loan transl of Fr axiomatisation]

< Previous   [1] 2   Next >
Go to page:Go