Greek-English Dictionary (Georgakas)
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αντί-3 [andí] pref of cpd adjs, nouns & advs (L)
- ① sth being in place of sth else, substitute for:
- αντικλείδι skeleton-key
- ⓐ deputy, lieutenant, vice-:
- αντιναύαρχος vice-admiral, αντιστράτηγος lieutenant general, αντισυνταγματάρχης lieutenant colonel, αντιπρόεδρος vice-president, deputy premier, αντιπρύτανις vice-president (of schools of higher education), αντικαγκελλάριος vice-chancellor etc
- ⓑ w. adv of time, by one unit before or after:
- αντιπροχτές 3 days ago, αντιμεθαύριο 3 days hence, τ' αντίχρονου 2 years fr now, αντιπροπέρυσι 3 years ago, αντίπασχα Sunday after Easter
- ⓒ in return, in response:
- αντίχαρη a favor returned (i.e. a favor in return for a favor)
- ⓓ counterpart:
- αντιπάπας counterpart of the Pope (such as the patriarch of Constantinople)
- ② in cpd geogr names, i.e. 'little (island)' (originally 'situated opposite or close') (syn suff -πούλα):
- Aντικύθηρα (Kύθηρα), Aντίμηλος (Mήλος), Aντίπαξος (Παξός, Παξοί), Aντίπαρος (Πάρος), Aντίψαρα (Ψαρά) etc; cf syn Θασοπούλα (Θάσος) Mακροπούλα (Mάκρη), Σαμοπούλα (Σάμος), Σπετσοπούλα (Σπέτσα) etc
- ③ w. nouns, adjs & advs opposed to, being against, counter-, anti-, non-:
- αντιαισθητικός antiesthetic, αντικονφορμιστής, αντιαναπτυξιακός, αντικοραϊκός (κοραϊκός |
- Kοραής), αντιάνθρωπος contre-homme, αντικυβερνητικός, αντιανταρτικός (ανταρτικός |
- αντάρτης) antiguerrilla, αντιδημοκρατικός, αντιιμπεριαλιστικός, αντιαυταρχικός, αντιναζής, αντιβαγνερικός, αντιμαρξιστικός (μαρξιστικός), αντιβρετανικός, αντινατουραλιστικός, αντιβυρωνικός (βυρωνικός), αντινοησιαρχικός, αντιδημαγωγικός, αντιοθωνικός (οθωνικός |
- Όθων), αντικαποδιστριακός, αντιοθωνιστής, αντικλασικός (αντικλασσικός), αντιπαιδαγωγικός, αντιπαλαμικός (παλαμικός |
- Παλαμάς), αντισπαρτιατικός, αντιπαλαμισμός, αντισυνδικαλιστικός, αντιπρωσικός (πρωσικός |
- Πρώσος), αντιτρομοκρατικός, αντιρομαντικός (ρομαντικός), αντιφασιστικός, αντισημιτικός, αντιφεμινιστικός, αντισοβιετικός, αντιχιτλερικός, αντισολωμικός (σολωμικός), αντιχριστιανικός, αντισολωμισμός, αντιψυχαρικός, αντισοσιαλιστικός etc.
- ⓔ sth counteracting:
- αντιστρατήγημα counter-stratagem, αντιτέχνασμα counter-trick, αντιτρομοκρατία counter-terrorism
- ⓕ checking or preventing, inhibiting, antidote for, sth:
- αντιαρθριτικός, αντιγριπικός anti-influenza (αντιγριπικό εμβόλιο), αντιδιαβρωτικό corrosion inhibitor, αντιεμετικό antemetic, remedy to control vomiting, αντιπυρετικό φάρμακο antipyretic etc
[fr MG αντι- ← K, AG]
- ① sth being in place of sth else, substitute for: