Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιστέκομαι [andistékome] ipf αντιστεκόμουνα, aor αντιστάθηκα (subj αντισταθώ)
- ① w. or without complement strive against, oppose, resist (a hostile force etc) (syn ανθίσταμαι 1, αμύνομαι):
- εκατομμύρια μουζίκοι αντιστέκονται |
- τα οχυρά μας αντιστέκονται |
- τα βυζαντινά στρατεύματα δεν αντιστέκονται στους ιππότες της Δύσης |
- αντιστέκεται στη βία του συνόλου |
- άρχισαν να σκοτώνουν όσους αντιστέκονταν |
- αντισταθήκαμε στο φασισμό |
- σε ορισμένα σημεία του Aγίου Όρους η βυζαντινή ζωγραφική αντιστεκότανε ως τα μέσα του 19ου αιώνα (Theotokas) |
- poem .. τον περονιάει το κρύο, | .. | μα μέσα του η καρδιά αντιστέκεται και σα σφυρί δουλεύει (Kazantz Od 22.488)
- ② w. or without complement withstand the force or the effect of, balk, resist (syn in ανθίσταμαι 2):
- ~στη μοίρα |
- η λογική αντιστέκεται |
- το παράθυρο αντιστέκεται, δε θέλει να κλείσει |
- η Kυβέρνηση αντιστέκεται, παζαρεύει |
- τα οικονομικά συμφέροντα θα αντισταθούν με μανία |
- η παρουσία της ηθικής προσωπικότητας αντιστέκεται στις αντίθετες παρορμήσεις (Panagiotop) |
- οι Πατέρες πολεμούσαν τα έθιμα και ήθελαν να τα αφανίσουν, αλλά αυτά αντιστέκονταν (Loukatos) |
- ο άνθρωπος μάταια αντιστέκεται στο θεό |
- η ιστορία αντιστέκεται στην παραποίηση της πραγματικότητας |
- καμιά γυναίκα δεν μπορεί να του αντισταθεί |
- δεν γίνεται ν' αντισταθεί κανείς στα αιτήματα της εποχής |
- ν' αντιστέκεται στο ρέμα, να λες όχι όταν όλα γύρω μουρμουρίζουν ναι, είναι από τα δυσκολότερα χρέη της ψυχής (Kazantz) |
- πολλές δυνάμεις αντιστέκονται στην αυτοκατάφαση της ηθικής βούλησης (Papanoutsos) |
- οι δεξιοί αστοί αντιστέκονται στο σοσιαλισμό και τον σαμποτάρουν (Evelpidis) |
- poem .. ό,τι στη γης ετούτη | μας αντιστέκεται, το λέω θεό και πολεμώ μαζί του! (Kazantz Od 16.294)
[fr MG αντιστέκομαι, cpd w. στέκομαι; cf PatrG ἀντιστήκω]
- ① w. or without complement strive against, oppose, resist (a hostile force etc) (syn ανθίσταμαι 1, αμύνομαι):