Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανθυποφορά [anθipoforá] η, (L) (figure
- of speech) reply to a possible or anticipated objection:
- σχήμα ανθυποφοράς |
- υπάρχουν δύο όροι της ρητορικής, υποφορά και ~, που έχουν σχεδόν την ίδια σημασία (Papathomop) |
- στο πλαίσιο του λόγου ανθομανούν τα ρητορικά σχήματα, οι υποφορές, οι ανθυποφορές, εικόνες, παραβολές (Dimaras)
[fr kath ανθυποφορά ← LK, cpd w. υποφορά 'figure of speech in which the speaker asks a question which he himself answers']
- of speech) reply to a possible or anticipated objection: