Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναστεναγμός [anastenaγmós] ο, (& Palam αναστενασμός)
- ⓐ sigh, moan, groan (syn αναστέναγμα, στεναγμός, στέναγμα):
- βαθύς, βαρύς, πικρός ~ |
- βγάζω αναστεναγμό breathe a sigh |
- αφήνω έναν αναστεναγμό let out a gasp |
- ~ οδύνης, ανακούφισης, της αγάπης |
- πολεμικός ~ |
- ακούστηκαν αναστεναγμοί και βογγητά |
- δεν ακούγονταν άλλη βοή παρά κανένας ~ που συντρόφευε την προσευχή (Athanasiadis-N) |
- folks. αγάπη δεν στάθηκε ποτέ χωρίς καημό, | με βάσανα, με πίκρες κι αναστεναγμό |
- κλαίω με δάκρυα και καημό κ' έναν πικρό αναστεναγμό |
- poem ήπια της Άρνας το νερό, γιατρεύομαι, αλαφρώνω, | και γοργοσβεί μου η θύμηση σαν αναστενασμός (Palam) |
- πόθοι που έπνιγαν με ηδονή τον αναστεναγμό των (Panagiotop)
- ⓑ mournful sound, sighing, moaning (syn βούισμα, βουητό, βογγητό):
- ο ~ της θάλασσας |
- η μέρα φεύγοντας άφησε σαν αναστεναγμό ετούτο το αεράκι (Petsalis) |
- γιόμισε ο ουρανός από τον μέγαν αναστεναγμό της γης (Myriv)
[fr LMG αναστεναγμός (& -σμός) (Somavera) ← MG αναστεναγμός (Malalas) & -σμός, der of αναστενάζω; cf αναστέναγμα & -σμα, also simplex στεναγμός & στέναγμα]
- ⓐ sigh, moan, groan (syn αναστέναγμα, στεναγμός, στέναγμα):