Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακατώνω
1 εγγραφή
ανακατώνω [anakatóno] ipf ανακάτωνα, aor ανακάτωσα, subj ανακατώσω, pass ανακατώνομαι, ipf ανακατωνόμουν(α), aor ανακατώθηκα, subj ανακατωθώ, ppp ανακατωμένος
  • Ⓐ act.
  • ① = ανακατεύω A1:
    • ~ το φαΐ, το γιατρικό |
    • ανακάτωσε τα ζάρια .. και τα πέταξε με τέχνη (Petsalis-D)
  • ② ανακατεύω A2:
    • όταν το πίνω μ' ανακατώνει |
    • οι αηδιαστικές περιγραφές του μου ανακατώνουν το στομάχι
  • ③ change the natural order, disarrange things, cause disorder:
    • ανακάτωσαν τα βιβλία, τα χαρτιά, τα ρούχα |
    • οι κλέφτες ανακάτωσαν το σπίτι
  • ④ = ανακατεύω A4:
    • ~ τα χαρτιά (syn phr ανακατεύω τα χαρτιά) |
    • έκανε κάτι κινήσεις σα να έκοβε και ν' ανακάτωνε χαρτιά (Karyotakis)
  • ⑤ = ανακατεύω A5:
    • ~ σιτάρι και κριθάρι |
    • ~ ζάχαρη και μέλι |
    • ~ το βούτυρο με άλλο λίπος |
    • ~ τα κρασιά |
    • μην ανακατώνεις τα δύο γλωσσικά συστήματα (Papanoutsos) |
    • το καλό και το κακό ανακατώνεται σε ένα χαρμάνι (Dimaras)
  • ⓐ mix:
    • ~ αίματα (syn phr ανακατεύω τα αίματα)
  • ⑥ = ανακατεύω A6:
    • μην ανακατώνεις Eκκλησία και θρησκεία (Palamas) |
    • δεν εννοώ ν' ανακατώσω στις πράξεις μου καμιά αισθηματολογία (KPolitis)
  • ⑦ = ανακατεύω A7:
    • του είπα να μη με ανακατώσει σ' αυτή τη δουλειά
  • ⑧ = ανακατεύω A8:
    • οι άλλοι μάς ανακατώνουν |
    • εγώ είμαι το σκάνταλο σε όλα αυτά κι ~ τον κόσμο (Makryg) |
    • ο Δ. ανακατώνει τους ανθρώπους και μπαίνουν σε μια διχόνοια (id.)
  • Ⓑ mediop
  • ⑨ = ανακατεύω B1:
    • ανακατώνομαι πάντα στο πλοίο |
    • ανακατωνόμουνα από τη ζέστη και την άπνοια
  • ⑩ = ανακατεύω B2:
    • ανακατώθηκα στο πλήθος |
    • ανακατωθήκαμε με τους άλλους προσκυνητές
  • ⑪ = ανακατεύω B3:
    • ανακατώνεται στις διαπραγματεύσεις, στα εκλογικά, στη συζήτηση, σ' όλα |
    • δεν του άρεσε ν' ανακατώνονται οι άλλοι στις δουλειές του |
    • είχε ανακατωθεί πολύ και με τ' άλογα, τις κούρσες και τα στοιχήματα (Theotokas) |
    • εκείνο που ενδιαφέρει τον πρωτόγονο άνθρωπο .. είναι η φύση όσο ανακατώνεται στην ανθρώπινη ζωή (Nilsson transl Kakridis)
  • ⑫ = ανακατεύω B4:
    • κάθε φορά που τον βλέπω ανακατώνομαι |
    • θύμωσα, κι ανακατώθηκαν τα σωθικά μου

[fr MG ανακατώνω (also ανεκατώνω) ← *ανακατώ (-όω) (for which s. Pontic ανακατούμαι), der of ανάκατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες