Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναζητημένος
1 εγγραφή
αναζητημένος, -η, -ο [anazitiménos]
  • sought after (syn L περιζήτητος):
    • η αναζητημένη και πολυπόθητη Γη δεν ήταν φαντασίωση (Thrylos) |
    • γλώσσα, αναζητημένη στις πιο ανόθευτες λαϊκές πηγές (Sachinis) |
    • γλώσσα με μια μορφή, επίμονα αναζητημένη και καλλιεργημένη πάνω στους νόμους μιας προσωπικής αισθητικής (Chatzinis) |
    • η ποίηση του Παπαδιαμάντη ... δε στηρίζεται ... σε μια αναζητημένη λέξη, αλλά βγαίνει από τα πράγματα τα ίδια και τη ζωή (id.)

[ppp of αναζητώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες