Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναβαλλόμενος
1 εγγραφή
αναβαλλόμενος [anavalómenos] ο, (only in acc sg)
  • heaped up reproaches and/or insults, only in phr w. ψάλλω (ψέλνω), ακούω, σέρνω:
    • του έψαλε τον αναβαλλόμενο he reproached him for a long while, told him off, Br hauled him over the coals (syn του έψαλε τον εξάψαλμο) |
    • ακούει τον αναβαλλόμενο he caught it well and truly, got told off (syn τρώει μια κατσάδα) e.g. άκουσε τον αναβαλλόμενο από τ' αφεντικό (απ' όλους), or κανένας ποιητής δεν άκουσε από τους κριτικούς του τον αναβαλλόμενο για τους στίχους του περισσότερο από τον Mολιέρο! (Melas) |
    • σήκωσες τον κόσμο στο ποδάρι ... Aκόνισες την κακογλωσσιά που σου σέρνει τον αναβαλλόμενο (Bastias)

[fr the long eccl troparion of Good Friday starting Σε τον αναβαλλόμενον το φως ώσπερ ιμάτιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες