Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανία [anía] η, (L)
- boredom, ennui, tedium, dullness (syn ανιαρότητα, βαριεστημάρα, πλήξη):
- μεγάλη ~ |
- ~ της επαρχιακής ζωής |
- η ~ σημαίνει το άδειο, που περιζώνει την πείρα (Panagiotop) |
- τον πνίγει η ~ (Theotokas) |
- τριγυρνούσα την ~ μου στην παραλία σαν κολασμένη ψυχή (Karagatsis) |
- οι πλούσιοι αστοί διασκέδαζαν την ~ τους συναγωνιζόμενοι στο ρίξιμο των βελών (Ouranis) |
- το έργο της τέχνης μπορεί να διασκεδάζει τις ώρες της αργίας και της ανίας μας (Kakridis) |
- η δουλειά μάς προστατεύει από την ~, τη διαφθορά και τον πόθο (Vrettakos) |
- μέσα στην απραξία και την ~ ξαφνικά αστράφτει κάποια σκέψη, μια αίσθηση ή μια συγκίνηση (Glezos) |
- poem με τους καφέδες και με τα τσιγάρα | σκότωνε τη θανάσιμή του ~ (Skipis) |
- σέρνει με ~ της εμορφιάς του το μαράζι (Kavafis) |
- η ~ και η τύψη εδώ μ' έχουν δαγκώσει, | εδώ της καρδιάς μου το αίμα αργοστάλαξε (Papantoniou) |
- ένα μαντήλι πικρό θα χαιρετά την ~ του γυρισμού (Anagnostakis)
[fr kath ανία ← K, AG]
- boredom, ennui, tedium, dullness (syn ανιαρότητα, βαριεστημάρα, πλήξη):
- ανιαρά [anjará] adv (L)
- boringly, tediously, wearisomely (syn μονότονα, πληκτικά):
- το ταξίδι κυλάει ήσυχα, αρκετά ~ (Karagatsis)
[der of ανιαρός]
- boringly, tediously, wearisomely (syn μονότονα, πληκτικά):
- ανιαρός, -ή, -ό [anjarós] (L)
- boring, dull, tedious, wearisome (syn μονότονος, πληκτικός):
- ~ άνθρωπος, ρήτορας, συγγραφέας |
- ~ λόγος, διάλογος, μονόλογος |
- ~ θόρυβος, κρότος, ρυθμός |
- ανιαρή ασχολία, διαδικασία, επανάληψη, εργασία, ζωή, πόλη, ομοιομορφία, συζήτηση, ταινία |
- ανιαρό βιβλίο, θέαμα, μάθημα, ποίημα, ύφος |
- ανιαρά καθήκοντα, κείμενα, πράγματα |
- βαριόταν τα πεζά, πρακτικά, ανιαρά θέματα (Petsalis) |
- τα κλασικά παραδείγματα έχουν πια καταντήσει ανιαρά (Panagiotop) |
- ό,τι πιστεύουμε πως μας προσφέρθηκε ολόκληρο, μας γίνεται άχρηστο, ανιαρό (Chatzinis) |
- τ' ανιαρά σχόλια του συγγραφέα για τα διαδραματιζόμενα ματαιώνουν κάθε ενδεχόμενη δράση (Sachinis) |
- το κεφάλαιο για την τέχνη είναι ανιαρό στο διάβασμα (Karouzos) |
- η σιωπή έπεσε σαν ~ επίλογος ανιαρότερης εκμηστήρευσης (Karagatsis) |
- ήταν η ανιαρότερη και η πιο εξοργιστική παράσταση (Athanasiadis-N) |
- poem πολλές φροντίδες, πολλή σκέψις και για τούτο | είν' έτσι ανιαρές του Δημαράτου οι μέρες (Kavafis) |
- κακόγουστο και ανιαρό θέατρο ποικιλιών ο κόσμος (Apostolidis)
[fr kath ανιαρός ← K, AG]
- boring, dull, tedious, wearisome (syn μονότονος, πληκτικός):
- ανιαρότητα [anjarótita] η, (L)
- dullness, tediousness, boredom (syn in ανία):
- η ~ του λόγου, της ζωής |
- ο υπότιτλος σπάει κάπως την ~ |
- ένοιωθε κατάβαθα όλη την ~ της περίστασης (Georgiadis)
[fr kath (neol, Koumanoudis) ανιαρότης, der of ανιαρός]
- dullness, tediousness, boredom (syn in ανία):
- ανίατα [aníata] adv (L)
- ① incurably, irremediably (syn αγιάτρευτα, αθεράπευτα):
- το ~ ρομαντικό της γερμανικής ψυχής ήταν στοιχείο και της δικής του ιδιοσυγκρασίας (Athanasiadis-N)
- ② fig immutably, irrevocably (syn τελεσίδικα):
- ο O. είναι ~ πληγωμένος από τη ζωή (Spandonidis) |
- τόσο η τύχη όσο και ο έρωτας συμβαίνει να είναι οι δυο ~ τυφλές θεότητες (Palaiologos)
[fr kath ανιάτως ← K, AG, der of ανίατος2]
- ① incurably, irremediably (syn αγιάτρευτα, αθεράπευτα):
- ανίατο [aníato] το, (L)
- incurability, incurableness (syn το αθεράπευτο, ant το ιάσιμο):
- το ~ της παθήσεως
[fr kath το ανίατον, substantiv. n of ανίατος2]
- incurability, incurableness (syn το αθεράπευτο, ant το ιάσιμο):
- ανίατος1 [aníatos] ο, (L)
- incurable person, incurable (syn ο αγιάτρευτος, ο αθεράπευτος):
- άσυλο ανιάτων |
- πολλοί ανίατοι προτιμούσαν αυτό το μέρος εξαιτίας των θειούχων λουτρών και του ξηρού κλίματος |
- ο ~ γνωρίζει πως είναι τελεσίδικα άρρωστος και δεν έχει καν τον πόθο της ανάρρωσης (Chourmouzios) |
- ο ~ έχει ήδη αρχίσει να πεθαίνει (Papanoutsos) |
- έμενε από περιέργεια για να νοιώσει την κατάσταση ενός ανίατου (Christophidis)
[substantiv. m of ανίατος2]
- incurable person, incurable (syn ο αγιάτρευτος, ο αθεράπευτος):
- ανίατος2, -η, -ο [aníatos] (L)
- incurable (syn αγιάτρευτος, αθεράπευτος):
- ανίατη ασθένεια, λαβωματιά, πάθηση, πληγή |
- ανίατο νόσημα, τραύμα |
- ανίατη ψυχοπάθεια |
- η κόρη του ήταν παράλυτη στα πόδια με τρόπο ανίατο (Theotokas) |
- εγιάτρευε όλες τις ανίατες αρρώστιες (Melas) |
- πρέπει με μιαν ένεση θανάτου να λυτρώνεται από τους αφόρητους πόνους ένας ~ και ετοιμοθάνατος άνθρωπος (Papanoutsos) |
- poem ανία κι ο πόνος μου | κ' η ανίατη αγωνία (Zotos) |
- τραβούν φωτογραφίες | για να ιάσουν την ανίατη ανία τους (Siotis)
- ⓐ fig incorrigible, irremediable, immutable (syn αδιόρθωτος):
- ανίατη απαισιοδοξία, υπερηφάνεια |
- ανίατο κακό |
- ανίατη γλωσσική αναρχία |
- πάσχει από μια ανίατη, παθολογική, θα 'λεγε κανένας, συμπόνια (Terzakis) |
- η βρώμα τους, παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονται, φαίνεται ανίατη (Panagiotop) |
- πάσχει από ανίατη κακοπιστία (Palaiologos) |
- poem μ' απελπισία στενάζω κ' είναι ασίγαστος ο πόνος μου | και μυστικό ανίατο το πάθος μου (TBali)
[fr kath ανίατος ← K, AG]
- incurable (syn αγιάτρευτος, αθεράπευτος):