Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανάλατος1 [análatos] ο, bot
- red valerian, Centranthus ruber (syn βαλεριάνα)
[substantiv. n of ανάλατος2]
- ανάλατος2, -η, -ο [análatos]
- ① saltless, unsalted, non-salty (ant αλμυρός):
- ανάλατο φαΐ |
- έτρωγαν ένα ρύζι νερόβραστο κι ανάλατο |
- ανάλατη δίαιτα low salt diet
- ② fig tame, insipid, lacking charm, pointless, tasteless (syn σαχλός, ανούσιος):
- ανάλατα αστεία, λόγια, μυθιστορήματα |
- ιστορίες ανάλατες |
- άνοστα πράματα, ανάλατα, δίχως καμιά χάρη (Psichari)
[fr MG ανάλατος (Psellos+) der of άλας]
- ① saltless, unsalted, non-salty (ant αλμυρός):