Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμολόγητος1 [amolóyitos] ο,
- a male person improper or unfit to be named or revealed:
- -και ποιος είναι αυτός; -ο ~
[substantiv. m of adj αμολόγητος]
- a male person improper or unfit to be named or revealed:
- αμολόγητος2, -η, -ο [amolóyitos] (& region. αμολόητος)
- ① improper or unfit to be told or to be named, unspeakable, ineffable (syn ανεκδιήγητος, ανομολόγητος):
- ~ καημός or πόθος |
- αμολόγητοι έρωτες |
- βάσανο αμολόγητο |
- ο ~ πόνος |
- όνειρα αμολόγητα |
- τ' αμολόγητο το μένος |
- είναι αμολόγητα τα όργια που κάνει |
- είναι αμολόγητα τα όσα της έκαμε |
- είναι ~ άνθρωπος |
- τ' αμολόγητο πάθος του κορμιού του αμολόγητου (Panagiotop) |
- η όψη και το σώμα του φανερώναν έναν αμολόγητο αγώνα (Prevelakis) |
- poem κ' εκεί την παραμόνευεν η σκύλα η Mοίρα, η άλλη, | του ολέθρου του αμολόγητου και του βουβού χαμού (Palam) |
- αγάπη αβάσταχτη, αμολόγητη, χαρά πολλή και πίκρα (Kazantz Od 6.808) |
- ω συμφορά μας αμολόγητη! | Kάθε ψυχή κλαεί τα δικά της (Athanas)
- ⓐ impossible to be revealed, passed over in silence, not relatable:
- ξαναγύρισαν στο μεγάλο τραπέζι ... με την ανάσα βαριά από αμολόγητα κεντρίσματα (Panagiotop)
- ② not talked about, not charged:
- κρίμα αμολόγητο |
- και την αυγή πήγαμε όλοι και είδαμεν το αμολόγητον κακόν (Myriv) |
- poem ... είναι όλα τούτα | κι άλλα πολλά αμολόγητα, που τα συμπαίνεις, Eλένη, στην καρδιά μου ... (Dictaios)
[cpd w. μολογητός: μολογώ; cf K, ModG ανομολόγητος: ομολογώ]
- ① improper or unfit to be told or to be named, unspeakable, ineffable (syn ανεκδιήγητος, ανομολόγητος):