Greek-English Dictionary (Georgakas)
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αμαυρώνω [amavróno] aor αμαύρωσα, subj αμαυρώσω, pass αμαυρώνομαι, aor αμαυρώθηκε, subj αμαυρωθώ, ppp αμαυρωμένος
- ① reduce the brightness or translucence, darken, obscure, dim, tarnish (syn θαμπώνω):
- ~ μέταλλο tarnish a metal |
- αμαυρώθηκε η επιφάνεια του καθρέφτη |
- οι όμορφες εικόνες πρέπει να είναι πολύ αραιές, για να λάμπουν· ο συνωστισμός τις αμαυρώνει (Melas) |
- ένοιωσε να πέφτει στο κενό· γύρω του φωτίζονταν αισθητά οι πελεκητές πέτρες του πηγαδιού σ' έναν κύκλο που, όσο έπεφτε, αμαυρωνόταν (Papasiopis) |
- poem είναι σαν ένας άλλος ήλιος | ο ήλιος μες στην ψυχή μου, | είναι ένας άλλος ουρανός, | δε σβήνει και δεν αμαυρώνεται (Themelis)
- ② fig detract (from one's merit), weaken, humiliate, tarnish (syn επισκιάζω, κηλιδώνω, μειώνω, ταπεινώνω):
- με τις πράξεις σου αμαυρώνεις το όνομά μας |
- αμαυρώνει την υπόληψή του, τη φήμη του |
- αγωνίζεται να αμαυρώσει τη μνήμη του τάδε |
- το γόητρο της χώρας έχει αμαυρωθεί |
- ο εχθρός δεν ανεχόταν την ταπείνωση του συμμάχου του, που αμαύρωνε έμμεσα και τις δικές του νίκες |
- τίποτε δεν αμαυρώνει τη φιλία τόσο, όσο η ανακάλυψη ενός ψεύδους (Vrettakos) |
- οι εμφύλιοι σπαραγμοί αμαύρωναν τον Aγώνα (Dimaras) |
- τα πάθη εξαπολύονται αδέσμευτα και απειλούν ν' αμαυρώσουν την αίγλη της ανατολικής Eκκλησίας (Vacalop) |
- ο λογιοτατισμός αμαύρωσε το έργο των προδρόμων αυτών (Valetas) |
- το άστρο του Σέλλεϋ εμεσουράνησε, αμαυρώνοντας κάθε λάμψη στο στερέωμα (Palam) |
- ο βαρόνος αμαύρωνε με την άκρα του φιλαργυρία όλα τα λαμπρά του προτερήματα (Karyotakis) |
- το μεγαλειώδες εκείνο όραμα (της μάχης των Θερμοπυλών) ποτέ δεν θ' αμαυρώσει ο χρόνος (Sfyroeras) |
- ο Σωκράτης, για να μην αμαυρώσει το θρίαμβο του Aλκιβιάδη, ενταφιάζει το μυστικό της σωτηρίας του (Athanasiadis-N) |
- οι φανατικοί χριστιανοί είχαν κάνει ό,τι μπόρεσαν για ν' αμαυρώσουν την ομορφιά του (του Mετζίδ-αδ-τζαμιού) (Ouranis) |
- ο προφήτης βλέπει μόνον το μέλλον κι όλος του ο φανατισμός αμαυρώνει το παρόν και ρίχνεται προς το μέλλον (Theodorakop) |
- η χαρά που νοιώθει κανείς κρίνοντας ένα τέτοιο βιβλίο αμαυρώνεται από τη θλίψη για το χαμό του συγγραφέα (Kakridis)
[fr MG αμαυρώνω ← PatrG, K ἀμαυρῶ (-όω) ← AG]
- ① reduce the brightness or translucence, darken, obscure, dim, tarnish (syn θαμπώνω):