Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλαζονεία [alazonía] η, (sp. also αλαζονία) (L)
- presumption, boasting, boastfulness, haughtiness, arrogance (syn έπαρση, κομπασμός, μεγαλαυχία, οίηση, ξυπασιά, υπεροψία, ant μετριοφροσύνη, ταπεινοφροσύνη):
- το πάθος της αλαζονείας |
- ο φθόνος είναι παιδί της αλαζονείας (Vrettakos) |
- δε νίκησες την ~ |
- η ~ μπορεί να ρίξη τον άνθρωπο πολύ χαμηλά |
- το δράμα (του Mπάυρον) είναι το δράμα της ανθρώπινης αλαζονείας (Panagiotop) |
- η άκρα ~, όπως και η άκρα ταπεινοφροσύνη είναι δείγματα άκρας αγνοίας του εαυτού μας (Kontogiannis) |
- η ~ έχει πιστό σύντροφο τη μωρία |
- έφηβος γεμάτος ~ |
- είναι η μοίρα του στόμφου και της αλαζονείας να καταδικάζωνται από τη δύναμη των πραγμάτων σε πράξεις εσχάτης ανανδρίας (Terzakis) |
- έλεγαν ότι την κατάκτηση των χριστιανικών εδαφών την οφείλουν στην αδικία, στην κακοήθεια και στην ~ των χριστιανών (Vacalop) |
- βεβαίωναν το θεό ότι το ανάθημά τους ήταν περίσσια όμορφο χωρίς να φοβούνται πως ο θεός θα το έπαιρνε για ύβριν, για ~ αξιοτιμώρητη (Karouzos) |
- (χωρίς μιαν αγαθή βούληση στο πλάι τους που να τα κυβερνά, της τύχης τα δώρα) φέρνουν την έπαρση και την ~ και κάνουν τον άνθρωπο ανάξιο για την ευτυχία (Papanoutsos) |
- στέκεται απέναντι στο Λόγο με υπεροπτική ~ (Georgoulis) (syn με άκρα αλαζονεία or με υπεροψία και αλαζονεία) |
- η εωσφορική ~ συχνά μ' έσπρωχνε να μιλώ με αναίδεια για τα εφτά μυστήρια και τις δέκα εντολές (Kazantz) |
- poem ήρθα να βρω μιαν αυτοτιμωρία, σκληρή για την παλιά μου ~ (Skipis)
[fr MG αλαζονεία ← LK, PatrG ← AG; the word surviving in dial ModG w. varying meanings]
- presumption, boasting, boastfulness, haughtiness, arrogance (syn έπαρση, κομπασμός, μεγαλαυχία, οίηση, ξυπασιά, υπεροψία, ant μετριοφροσύνη, ταπεινοφροσύνη):