Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλήθεια1 [alíθia & commonly alíθja] η,
- ① truth (syn αληθές L, ant ψέμα, ψεύδος):
- λέει την ~ tells the truth |
- πες μας την ~ |
- ~ σας λέω |
- θα σου πω όλη την ~ |
- λέω την ~ στο λαό be truthful to the people, level w. the people |
- μαθαίνω την ~ see the light |
- είναι ~ it is true |
- αυτή είναι η καθαρή ~ that is the plain truth |
- (ant εικονική or φαινομενική ~) |
- δεν είναι ~; |
- τι είναι ~; |
- η ~ είναι μία the truth is only one |
- είναι η ~ του Θεού |
- μα την αλήθεια I swear or speak in all sincerity; e.g. μα την ~, θα ήταν πολύ παράδοξο τέτοιο πράμα |
- απ' ~ και απαλήθεια for heaven's sake!, e.g. ~ κι απαλήθεια δεν υποφέρεται πια! |
- είναι πικρή η ~ truth is bitter |
- η μαύρη ~ the unpleasant fact or reality; e.g. να πούμε και τη μαύρη ~, δεν έχει και πολύ άδικο |
- μισή ~ half-truth |
- αυταπόδεικτη ~ truism |
- για να λέμε (πούμε) την ~ to tell the truth, e.g. για να λέμε την ~ δεν είναι κανένας σοφός as far as I am concerned he is not exactly a distinguished scholar |
- gnom η ~ βασιλεύει truth rules |
- η ~ δεν κρύβεται truth will out |
- η ~ στέκει απάνω σαν το λάδι στο νερό |
- ~ λες, κακό θα βρης |
- η ~ είναι μαλώτρα truth brings about quarrels |
- λέγε την ~, | να 'χης το Θεό βοήθεια tell the truth and shame the devil, or όποιος λέει την ~ έχει το Θεό βοήθεια |
- ~ χωρίς ψέματα | φαγί χωρίς αλάτι |
- από τρελό κι από μικρό παιδί μαθαίνεις την ~ one gets the true facts from a fool or from a little (innocent) child
- ⓐ true fact, reality (syn αληθινό δεδομένο, πραγματικότητα):
- είναι ~ πως ο ήλιος λάμπει (Theodoridis) |
- είναι ~ ότι (or πως) it is true that |
- η ~ είναι ότι the true fact is that, it is correct that ...; e.g. η ~ είναι ότι η παράσταση απέτυχε or η ~ είναι ότι πάρα πολλά πράγματα γράφονται αλλά ελάχιστα μένουν (Chatzinis) |
- υπογραμμίζω την ανατομική αυτή ~ (Katsigra) |
- στον τομέα της εμπειρίας ~ είναι ό,τι υπέστη τον κριτικό έλεγχο και τον νίκησε τελειωτικά (Tatakis)
- ② philos, sciences etc truth (as idea, ideal etc), principle not subject to doubt, verity:
- το φως της αλήθειας |
- η ιδέα της αλήθειας |
- η πιο υψηλή ~ |
- η εξ αποκαλύψεως ~ truth deriving from (revealed by) revelation, e.g. ο χριστιανισμός ως εξ αποκαλύψεως ~ (Theotokas) |
- όποιος βρη την ~ της αγάπης μέσα του βρήκε την ~ του Kυρίου (Karagatsis) |
- οι αιώνιες αλήθειες the eternal verities |
- επιστημονική ~ or ~ της επιστήμης scientific truth |
- φιλοσοφικές αλήθειες |
- η ~ της φιλοσοφίας είναι περισσότερο κατεύθυνση παρά απόκτημα, περισσότερο έρως της αλήθειας παρά τελική απόκτησή της (Theodorakop) |
- οι αριθμητικές και γεωμετρικές αλήθειες (Papanoutsos) |
- χρέος και δικαίωμα στην αναζήτηση και στον έλεγχο της αλήθειας (id.) |
- η εφημερίδα δεν έγραψε υπερβολές, αλλά μια γνωστή ως μεγάλη ~ (Athanasiadis-N) |
- η δραματική αυτή ζωή (που του έχει εμφυσήσει ο ποιητής) είναι η μόνη ~ του θεάτρου (id.) |
- άστραψε μέσα του η ~ που 'φερνε από γεννησιμιού στην ψυχή του (Vlami) |
- poem πλάνη γίνεται η ~ | και το ψέμα λυτρωμός (Papantoniou)
- ③ truthfulness, veracity:
- η ~ αφηγήσεως the veracity of a narrative |
- ~ εκθέσεως the veracity of a report |
- η ~ κατηγορίας the veracity of an accusation
[fr MG αλήθεια ← K, AG]
- ① truth (syn αληθές L, ant ψέμα, ψεύδος):
- αλήθεια2 [alíθja] adv
- ① it is true, it is so, to tell the truth, truly, really, actually, indeed (syn αληθινά, πραγματικά, σωστά, στ' αλήθεια):
- τον είδα. - ~; |
- ~, έτσι είναι; |
- ~, κάτι ξέχασα να σου πω |
- ~, λένε ότι ήρθε |
- ~, είδα χτες τον αδερφό σου |
- ~, γιατί δεν ήρθες; |
- ~, δε μου λες; |
- ~, κέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου |
- ~, περάσαμε ωραία στην εξοχή |
- μεγάλη, ~, η θυσία |
- το 'χε ~ σκοπό να το πει |
- ~, πώς ήταν δυνατόν; |
- κι ~ and indeed, e.g. ρώτησα· κι ~ ήταν ο Mωρεάς (Palam), κι ~ είχε αλλάξει η Aθήνα (Nirvanas) |
- ~, όπως με βλέπεις και σε βλέπω it's just as true as we are looking at each other |
- ο κινηματογράφος ήταν ~ η τέχνη της κίνησης (Athanasiadis-N) |
- έργο της φιλοσοφίας ~ είναι να θέτη ... όλα τα ερωτήματα και τα θέματα (Tatakis) |
- σκέπτομαι, ~, σημαίνει ψάχνω, αναζητώ κλ (id.) |
- εντυπωσιάζει ~ η απλότητα της γλώσσας του προλόγου (Sotirakis) |
- folks. ~ εγώ είμαι η γιόμορφη, εγώ είμαι η μαυρομάτα (Tzoumerka) |
- poem είναι του χάρου πρόσκαιρος ο χωρισμός, ~ (Markoras) |
- στο μεθύσι μας πάνω πιστεύουμε ~ | ότι γίναμε κιόλας καινούργιοι θεοί (GMylonogiannis)
- ② in passing, incidentally, by the by, by the way:
- ~ για πες μου τι έγινε |
- ~ άκουσα ότι αρραβωνιάστηκε |
- ~, βρήκαν τα κλεμμένα πράγματα;
[fr MG adv αλήθεια]
- ① it is true, it is so, to tell the truth, truly, really, actually, indeed (syn αληθινά, πραγματικά, σωστά, στ' αλήθεια):
- αλήθεια, στ' [alíθja, st] adv phr
- in reality, indeed, actually (syn αληθινά 2, στ' αληθινά, πραγματικά, τωόντι):
- τι είναι (or τι γίνεται) ~~; what is it all about? |
- ωραία ~~ ήταν έτσι |
- κανείς ~~ δεν το ξέρει |
- είναι ~~ φιλόσοφος |
- ~ ~ δεν είναι φρόνιμο να πάει |
- τι επιδιώκουμε ~ ~; |
- τον απόφευγε ~ ~ |
- και γιατί να μην ήταν ~ ~ εύθυμος; (Xenop) |
- ήταν ~ ~ ανεχτίμητος σύντροφος (Myriv) |
- τρελαίνεται και πνίγει ~ ~ τη γυναίκα του (Athanasiadis-N) |
- αποκοιμήθηκε ~ ~ κι άρχιζε να ροχαλίζη εκ του φυσικού (id.) |
- ~ ~ δεν θα έπρεπε να λέμε για τίποτε πως υπάρχει (Theodorakop) |
- οι δήθεν ανεψιοί του ~ ~ ήταν εγγόνια του (Kanellop) |
- μπορεί ο ποιητής να 'ναι στα σοβαρά και ~ ~ εχθρός του λαού (Chourmouzios) |
- ~ ~ ο πασάς έκανε περισσότερα έργα απ' τα λόγια του (Kontoglou) |
- άρχισαν να μεθοκοπούνε ~ ~ (Petsalis-D) |
- λευτερωθήκαμε ~ ~; (Prevelakis)
[στ' αλήθεια is like στα ψέματα, στα σοβαρά, στα καλά σου but the expression is secondary; the MG μετ' αλήθεια (instead of earlier μετ' αληθείας) 'in truth' was taken by the speakers as με τ' αλήθεια (as μετά ψέματα 'with lies') and so τ' αλήθεια was creat]
- in reality, indeed, actually (syn αληθινά 2, στ' αληθινά, πραγματικά, τωόντι):